Στις 7 Αυγούστου μπαίνουν σε εφαρμογή οι νέοι δασμοί στις εισαγωγές που αποφάσισε, ύστερα από τις διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των ξένων χωρών, την περασμένη εβδομάδα ο Ντόναλντ Τραμπ. Το προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε την 1 Αυγούστου προβλέπει δασμούς από 10 ως 50 τοις εκατό για 69 εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ.
Το εύρος των δασμών αποφασίστηκε με κριτήριο όχι μόνο το εμπορικό πλεόνασμα (δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στις εξαγωγές και τις εισαγωγές τους από/προς τις ΗΠΑ) της κάθε χώρας αλλά και την πολιτική της κατάσταση – δηλαδή πόσο «φιλική» είναι απέναντι στην ίδια την κυβέρνηση του Τραμπ. Για τη Βρετανία, τον «πάγιο» σύμμαχο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού θα ισχύσει ο κατώτερος συντελεστής του 10%. Για την Βραζιλία του «αριστερού» Λούλα, του προέδρου που «εκθρόνισε» στις εκλογές του 2022 τον ακροδεξιό φίλο του Τραμπ Ζαίρ Μπολσονάρο, 50%. Για τον Καναδά, που ο Τραμπ έχει απειλήσει με προσάρτηση, 35% (με εξαίρεση όμως τα προϊόντα που καλύπτονται από την συμφωνία ΗΠΑ – Καναδά – Μεξικού του 2020). Στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Τραμπ επέβαλλε, ύστερα από έναν μαραθώνιο διαπραγματεύσεων και παραχωρήσεων, έναν ενιαίο δασμό ύψους 15%.
Θεωρητικά ο στόχος των δασμών είναι η μείωση του εμπορικού ελλείματος των ΗΠΑ. Δηλαδή η μείωση των εισαγωγών και η αύξηση των εξαγωγών που υποτίθεται ότι θα κάνει την «Αμερική ξανά μεγάλη». Στην πραγματικότητα το μόνο που θα καταφέρει είναι να κάνει τους πλούσιους ακόμα πλουσιότερους και τους φτωχούς ακόμα φτωχότερους.
Παραδοσιακά οι δασμοί έχουν χρησιμοποιηθεί από τις αναπτυσσόμενες χώρες για να προστατευτεί η εγχώρια οικονομία από τον ανταγωνισμό των αναπτυγμένων και να δώσει το περιθώριο στην εγχώρια βιομηχανία να ορθοποδήσει. Οι ΗΠΑ, όμως, δεν είναι φτωχή χώρα. Το Ντιτρόιτ, η πατρίδα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας δεν έχει μετατραπεί στην πρωτεύουσα της «ζώνης της σκουριάς» (όπως ονομάζεται πλέον, χάρη στα κλειστά ερειπωμένα εργοστάσια, η βόρειο – ανατολική Αμερική) λόγω των φτηνών εισαγωγών από την Κίνα ή το Βιετνάμ. Όλες σχεδόν οι ακαδημαϊκές μελέτες δείχνουν ότι άλλοι παράγοντες, όπως η ευρεία χρήση υπεργολάβων και η τεχνική εξέλιξη, παίζουν πολύ σημαντικότερο ρόλο από ότι οι εισαγωγές από τις αναπτυσσόμενες χώρες.
Οι δασμοί κάνουν τα εισαγόμενα προϊόντα ακριβότερα, αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τεχνητά τα ποσοστά κέρδους για τις εγχώριες επιχειρήσεις. Με βάση τους «νόμους της αγοράς» οι αυξημένες αυτές προσδοκίες κέρδους μαγνητίζουν τους επενδυτές – οι οποίοι υποτίθεται ότι θα σπεύσουν να χτίσουν νέα εργοστάσια για να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες. Ανάμεσα στις παραχωρήσεις που συμφώνησε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν με τον Τραμπ για να πετύχει το 15% στους δασμούς εισαγωγής της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και μια υπόσχεση για ευρωπαϊκές επενδύσεις εκατοντάδων δισεκατομμυρίων μέσα στα επόμενα χρόνια στην αμερικανική οικονομία.
Στην πράξη τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να γίνει. Όχι μόνο γιατί η φον ντερ Λάιεν δεν έχει τη δυνατότητα να «διατάξει» τους ευρωπαίους επιχειρηματίες να επενδύσουν στην Αμερική. Αλλά γιατί οι «αυξημένες προσδοκίες» δεν πρόκειται να μετατραπούν σε κανένα νέο κύμα επενδύσεων. Αντί να τρέξουν να χτίσουν νέα εργοστάσια οι επιχειρήσεις θα τρέξουν να ανεβάσουν τις τιμές και να «τσεπώσουν» τη διαφορά. Οι δασμοί δεν θα αυξήσουν τις τιμές μόνο των εισαγόμενων προϊόντων: θα αυξήσουν τις τιμές όλων των προϊόντων. Με άλλα λόγια θα τροφοδοτήσουν τον πληθωρισμό, όχι την ανάπτυξη.
Θέσεις εργασίας
Ο εμπορικός πόλεμος που πυροδότησε ο Τραμπ την 1η Απρίλη, την «ημέρα της απελευθέρωσης» όπως την ονόμασε (παρόλο που στη συνέχεια ανέβαλε την επιβολή των δασμών για να δώσει το περιθώριο στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ να διαπραγματευτούν) έχει ήδη αφήσει το αποτύπωμά του στην αμερικανική οικονομία: και το αποτύπωμα είναι αρνητικό, όχι θετικό.
Την περασμένη εβδομάδα η αμερικανική «στατιστική υπηρεσία» (για την ακρίβεια η Υπηρεσία Εργασιακών Στατιστικών) αναθεώρησε προς τα κάτω τις αρχικές εκτιμήσεις του για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τον Μάιο και τον Ιούνιο και έκανε μια πολύ «απογοητευτική» εκτίμηση για τον Ιούλιο. Ο Τραμπ αντέδρασε άμεσα – όχι ανακοινώνοντας κάποια μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος αλλά απολύοντας την επικεφαλής της Υπηρεσίας – την οποία κατηγόρησε ως πολιτικά υποκινούμενη.
Ο Τραμπ έχει κηρύξει τον πόλεμο και στην FED, την Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ και τον πρόεδρό της, τον Τζερόμ Πάουελ – που ο ίδιος είχε διορίσει στην πρώτη του θητεία και άφησε στη θέση του ο Τζο Μπάιντεν. Ο Τραμπ πιέζει από την αρχή της θητείας του την FED να κατεβάσει τα επιτόκια – για να δώσει ώθηση, υποτίθεται, στην ανάπτυξη. Η FED, όμως, όπως και όλες οι κεντρικές τράπεζες του κόσμου ρυθμίζει τα επιτόκιά της κύρια με γνώμονα τον πληθωρισμό – η βασική της αποστολή είναι η υπεράσπιση της αξίας του δολαρίου. Ο Τραμπ δεν έχει τολμήσει, από τον φόβο των αντιδράσεων των «αγορών», να απολύσει τον Πάουελ. Έχει όμως ήδη διαμηνύσει ότι δεν πρόκειται να ανανεώσει τη θητεία του (που λήγει μέσα στο 2026). Την περασμένη εβδομάδα κατάφερε να εξωθήσει σε παραίτηση ένα από τα μέλη του συμβουλίου.
Το πραγματικό κίνητρο του Τραμπ δεν είναι ούτε η οικονομική ανάπτυξη, ούτε η αναγέννηση της «ζώνης της σκουριάς», ούτε «να κάνει την Αμερική ξανά μεγάλη». Το πραγματικό του κίνητρο είναι να καλύψει το κενό που αφήνουν στα δημόσια ταμεία οι θηριώδεις φοροαπαλλαγές προς τους εκατομμυριούχους των ΗΠΑ, που έχει αποφασίσει. Ληστεύει με τους νέους δασμούς προκλητικά τους φτωχούς -αυτούς που αγοράζουν τα «φτηνιάρικα» κινεζικά προϊόντα (γιατί δεν μπορούν να αγοράσουν τα ακριβότερα αμερικανικά)- για να επιδοτήσει τους αχόρταγους φίλους του που αισθάνονται ότι τα κέρδη τους δεν είναι αυτά που αρμόζουν στο μεγαλείο τους.
Όποιος σπέρνει ανέμους θερίζει θύελλες, λέει η παροιμία. Η Αμερική έχει ήδη ξεσηκωθεί ενάντια στον Τραμπ. Στις 7 Αυγούστου, την ημέρα που μπαίνουν σε εφαρμογή οι νέοι δασμοί, θα έχουν συμπληρωθεί ακριβώς δυο μήνες από την εξέγερση του Λος Άντζελες ενάντια στην ρατσιστική του πολιτική. Και δεν ήταν παρά μόνο η αρχή.