Στις 17 Γενάρη του 1961, ο Πατρίς Λουμούμπα, ο πρώτος δημοκρατικά εκλεγμένος πρωθυπουργός του ανεξάρτητου Κονγκό, έπεφτε νεκρός μαζί με άλλα δύο μέλη της κυβέρνησης της Λαοκρατικής Δημοκρατίας του Κονγκό από ένα εκτελεστικό απόσπασμα μέσα σε ένα δάσος. Ένας Βέλγος αξιωματικός οργάνωσε το εκτελεστικό απόσπασμα. Τα νεκρά κορμιά θάφτηκαν πολύ γρήγορα, πολύ κοντά στο σημείο όπου δολοφονήθηκαν. Την επόμενη μέρα, ένας άλλος Βέλγος αξιωματικός ξέθαψε τα πτώματα, τα κατατεμάχισε και τα έλιωσε τελείως μέσα σε οξύ. Οι δολοφόνοι ήταν αποφασισμένοι να κρύψουν κάθε ίχνος του εγκλήματός τους. Για την δολοφονία του Λουμούμπα συνεργάστηκαν η CIA, οι βελγικές και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες υπό την καθοδήγηση του ίδιου του ΟΗΕ.
Όταν η δολοφονία του αποκαλύφθηκε, στις 13 του Φλεβάρη του 1961, ξέσπασαν ταραχές και διαδηλώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Το Κονγκό είχε καταφέρει να γίνει ανεξάρτητο κράτος μόλις λίγους μήνες πριν, το Ιούνη του 1960 μετά από δεκαετίες βάρβαρης βελγικής αποικιοκρατίας. Στις εκλογές του Μαΐου του 1960, το βασικό εθνικοαπελευθερωτικό κόμμα MNC είχε κερδίσει τις εκλογές και ο νικητής Λουμούμπα αρνήθηκε να κάνει διαπραγματεύσεις με την απερχόμενη εξουσία.
Η πρώτη απόπειρα αμφισβήτησης της εκλεγμένης κυβέρνησης έγινε από βέλγους αξιωματικούς τον Ιούλη, όταν υποκίνησαν τις τοπικές κυβερνήσεις των πλούσιων σε ορυκτά επαρχιών Κασάι και Κατάνγκα να κηρύξουν «ανεξαρτησία» απέναντι στο νεοσύστατο ανεξάρτητο κράτος, με τον Λουμούμπα να απευθύνεται στον ΟΗΕ για βοήθεια. Τα στρατεύματα του ΟΗΕ κατέφθασαν πράγματι αλλά για να παίξουν τον ακριβώς αντίστροφο ρόλο, δηλαδή να εμποδίσουν τις δυνάμεις του Λουμούμπα να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Όπως ανέφερε κυνικά σε ένα εσωτερικό έγγραφο ο τότε γ.γ. του ΟΗΕ: «Η προσπάθεια του ΟΗΕ δεν μπορούσε να συνεχιστεί με τον Λουμούμπα στην κυβέρνηση. Ένας από τους δύο έπρεπε να φύγει». Οι δυνάμεις του ΟΗΕ επέτρεψαν σε ένα βελγικό αεροσκάφος που μετέφερε εννέα τόνους πολεμοφόδια να προσγειωθεί στην Κατάνγκα για να ενισχύσει τους στασιαστές. Στην γενική συνέλευση του ΟΗΕ κάτω από την πίεση των ΗΠΑ ψηφίστηκε με 53 ψήφους υπέρ και 24 κατά η μη αναγνώριση της κυβέρνησης Λουμούμπα.
Πραξικόπημα
Τον Σεπτέμβρη, ο συνταγματάρχης Μομπούτου πληρώθηκε από τις ΗΠΑ και οργάνωσε πραξικόπημα. Ο Λουμούμπα εγκατέλειψε την πρωτεύουσα Λεοπολντβίλ και πήγε στο Στανλεϊβίλ, όπου έλπιζε πως θα ανασυγκροτήσει τους υποστηρικτές του, όμως συνελήφθη λίγες μέρες αργότερα και οδηγήθηκε στην φυλακή μέσα από την οποία έγραφε: «Η ιστορία κάποια μέρα θα πει το δικό της λόγο, αλλά δεν θα είναι η ιστορία που θα διδάξουν οι Βρυξέλες, το Παρίσι, η Ουάσινγκτον ή ο ΟΗΕ, αλλά αυτή που θα διδάσκεται στις χώρες που θα απελευθερωθούν από την αποικιοκρατία και τις μαριονέτες της». Λιγότερο από δυο μήνες μετά ήταν νεκρός.
Ο Λουμούμπα είχε τρομοκρατήσει όχι μόνο τις βελγικές αλλά συνολικά τις αποικιοκρατικές δυνάμεις και τις πολυεθνικές εταιρίες στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν θα γίνει μαριονέτα τους. Τη μέρα ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, ο Λουμούμπα μιλώντας μπροστρά στον βασιλιά του Βελγίου είπε ότι «η ανεξαρτησία έβαλε τέλος στον εξευτελιστικό θεσμό της δουλείας που μας επιβλήθηκε δια της βίας. Αυτή η ανεξαρτησία, ακόμη και αν σήμερα τη γιορτάζουμε μαζί με το Βέλγιο, κανένας Κονγκολέζος δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι κερδήθηκε με σύγκρουση».
Το Κονγκό ήταν μια από τις περιοχές της Αφρικής που γνώρισε την πιο απάνθρωπη μορφή αποικιοκρατίας. Στη διάσκεψη του Βερολίνου το 1885 παραχωρήθηκε στον βασιλιά του Βελγίου Λεοπόλδο Β’ και αυτός έσπευσε να αναθέσει σε μεγάλες εταιρείες την εκμετάλλευση του καουτσούκ. Μεταξύ του 1891 και του 1911, ο λιμός, η καταναγκαστική εργασία και η συστηματική βία είχαν σκοτώσει δέκα-δεκαπέντε εκατομμύρια ανθρώπους. Χιλιάδες εργάτες, καθημερινά εκτελούνταν ή ακρωτηριάζονταν με δικαιολογία ότι δεν ήταν παραγωγικοί.
Μετά την κατακραυγή που ξεσηκώθηκε όταν αυτά τα εγκλήματα ήρθαν στο φως, το 1908 το Κονγκό παραδίδεται στο ίδιο το βελγικό κράτος. Στο «Βελγικό Κονγκό», οι αποικιοκράτες διοικούν χωρίς να επιτρέπεται καμιά πολιτική δραστηριότητα, με την εκμετάλλευση της πλούσιας αυτής περιοχής και των ανθρώπων της να αποτελεί σημαντική πηγή τεράστιων κερδών. Μέχρι το 1960, το Βελγικό Κονγκό είχε γίνει η δεύτερη πιο εκβιομηχανισμένη χώρα της Αφρικής. Σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν πλέον εργατικές κοινότητες με κέντρο τα ορυχεία. Στο επίκεντρο της άνθησης ήταν ο χαλκός. Υπήρχε σε μεγάλες ποσότητες στο Νότο της χώρας και εξορυσσόταν από μια κρατικό-ιδιωτική εταιρία κολοσσό, την Union Miniere du Haut-Katanga (UMHK). Το ουράνιο για τις ατομικές βόμβες που ρίχθηκαν στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι προέρχονταν από ένα ορυχείο της επαρχίας της Κατάνγκα.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι Βέλγοι ξεκίνησαν προσπάθειες «εκσυγχρονισμού» της αποικίας που άρχισε να εκπαιδεύει νεαρούς Κονγκολέζους για να αναλάβουν χαμηλόβαθμες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, τους λεγόμενους «εβολουέ» (εξελιγμένοι).
Στο Στανλεϊβίλ, που σήμερα λέγεται Κισανγκάνι, ο Λουμούμπα έγινε υπάλληλος στο Ταχυδρομείο και γρήγορα μετατράπηκε σε ηγετική μορφή των «εβολουέ», υποστηρίζοντας το «εκπολιτιστικό» πρόγραμμα των αποικιοκρατών. Αλλά διαπιστώνοντας γρήγορα από πρώτο χέρι την υποκρισία τους και αντλώντας έμπνευση από το αίτημα της αποαποικιοποίησης που είχε αρχίσει ήδη να φουντώνει σε ολόκληρο τον πλανήτη, κιόλας τον Νοέμβρη του 1958 εκλέγεται επικεφαλής της οργάνωσης που αργότερα έγινε το MNC.
Οι συμβιβαστικές σε γενικές γραμμές απόψεις και του ίδιου Λουμούμπα άρχισαν να αλλάζουν όταν εμπνέεται από το παράδειγμα της ανεξαρτησίας της Γκάνα το 1957 και ακόμη περισσότερο μετά τις 4 Γενάρη του 1959, όταν ο αποικιοκρατικός στρατός διέλυσε μια διαδήλωση στη Λεοπολντβίλ, δολοφονώντας εκατοντάδες ανθρώπους -και βάζοντας τέλος στην αντίληψη ότι ο δρόμος προς την ανεξαρτησία θα άνοιγε με αμοιβαία κατανόηση.
Επανάσταση
Το Κονγκό πήρε κυριολεκτικά φωτιά. Άρχισαν να οργανώνονται μαζικές συγκεντρώσεις, οι απεργίες εξαπλώθηκαν και το κίνημα για την ανεξαρτησία ξέφυγε από τα στενά πλαίσια των «εβολουέ». Ήταν η επανάσταση του Κονγκό και ο Λουμούμπα ρίχτηκε με τα μπούνια μέσα σ’ αυτό το κύμα ενθουσιασμού. Δίπλα στη μαχητικότητά του αυξήθηκε και η ριζοσπαστικοποίησή του. Πλέον απαιτούσε ανεξαρτησία της χώρας χωρίς καθυστέρηση κόντρα στην πλειοψηφία των συμβιβασμένων «εβολουέ». Αντιλαμβανόταν επίσης την διαπάλη ανάμεσα στην πλειοψηφία του κόσμου που υποστήριζε το MNC και την ηγεσία του κόμματος που ήταν επιφυλακτική. Ήδη τον Απρίλη του 1959, έλεγε: «Οι μάζες είναι πολύ πιο επαναστατικές από εμάς… είναι ο κόσμος που μας σπρώχνει και θέλει να κινηθεί πιο γρήγορα από εμάς».
Ο Λουμούμπα βρέθηκε αντιμέτωπος όχι μόνο με τους ιμπεριαλιστές αλλά και όλους εκείνους τους ηγέτες που αποδεχόμενοι δωροδοκίες ή αξιώματα, υποστήριζαν την «ομαλή» μετάβαση στην ανεξαρτησία. Στους τελευταίους μήνες της ζωής του άρχισε να μετακινείται πιο αριστερά από την πολιτική της εθνικής απελευθέρωσης. Όπως τόνισε ο γιος του, Φρανσουά: «Μέσα στην πορεία του, ανακάλυψε πως δεν έδιναν όλοι οι Κονγκολέζοι την ίδια ερμηνεία στο τι σημαίνει ανεξαρτησία. Έτσι, στις πράξεις του και στους λόγους του έγινε πιο ακριβής και μιλούσε για τους εργάτες, τη δικαιοσύνη και την ισότητα».
Σε αντίθεση με άλλους ηγέτες του αντιαποικιοκρατικού κινήματος ο Λουμπούμπα πλήρωσε με την ζωή του το γεγονός ότι δεν συμβιβάστηκε με τους ιμπεριαλιστές. Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να σταματήσει αυτούς και τις μαριονέτες τους ήταν η εργατική τάξη του Κονγκό, παίρνοντας τον έλεγχο στα ορυχεία, τις πετρελαιοπηγές και τα εργοστάσια, χτυπώντας σε συμμαχία με τους αγρότες, τους κεφαλαιοκράτες και τους ιμπεριαλιστές –αυτή ήταν η δύναμη προς την οποία άρχισε να κοιτάει ο Λουμούμπα πριν τον δολοφονήσουν, αλλά παρέμεινε ανεκμετάλλευτη.
Οι υποστηρικτές του αντιστάθηκαν μέχρι την τελική τους ήττα το 1965 όταν ο Μομπούτου προχώρησε στο δεύτερο πραξικόπημα που τον έφερε στην εξουσία εγκαθιστώντας μια στυγνή δικτατορία για 32 ολόκληρα χρόνια προς όφελος των ιμπεριαλιστών στο κράτος που ονομάστηκε Ζαΐρ. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του λεηλάτησαν τη χώρα, οι δημοκρατικές «μεταρρυθμίσεις» που υποσχέθηκε δεν ήλθαν ποτέ ενώ οι φυλετικές συγκρούσεις που πυροδότησε χρησιμοποιώντας το διαίρει και βασίλευε, είχαν σαν αποτέλεσμα την πτώση του το 1997 μέσα σε συνθήκες εμφύλιου πολέμου.
Αυτό που ακολούθησε τη μετονομασία της χώρας ξανά σε «Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό» ήταν μια μακρά περίοδος από πραξικοπήματα και πολυετείς αιματηρούς πολέμους (στους οποίους ενεπλάκησαν αρκετές γειτονικές χώρες και παρενέβησαν ξανά και ξανά οι ιμπεριαλιστές) με τους νεκρούς να ξεπερνούν τα 4 εκατομμύρια ανθρώπους και με τη χώρα να μετρά σήμερα πάνω 5 εκατομμύρια εσωτερικούς και εξωτερικούς πρόσφυγες.
Απέναντι σε αυτήν την φρίκη, η δύναμη και η ελπίδα εξακολουθούν να είναι στους αγώνες των δεκάδων εκατομμύριων εργατών του Κονγκό. Η εργατική τάξη του Κονγκό βρίσκεται ακόμα και σήμερα στο επίκεντρο της παγκόσμιας οικονομίας παράγοντας τόνους κοβαλτίου για την κατασκευή των μπαταριών στα κινητά και τους υπολογιστές όλου του πλανήτη, παίρνοντας σαν αντάλλαγμα φτώχεια, αρρώστιες, πόλεμο και τα κλειστά σύνορα της «πολιτισμένης» Ευρώπης.