Τη νύχτα της 20 προς 21 Αυγούστου του 1968 στρατιωτικές δυνάμεις από την Ρωσία και τους πιο αξιόπιστους συμμάχους της του Συμφώνου της Βαρσοβίας (Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία) εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία. Μέσα σε λίγες ώρες χιλιάδες ρωσικά άρματα και εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες κατέλαβαν όλα τα κύρια αεροδρόμια, τους συνοριακούς σταθμούς και τις πόλεις, σ’ αυτό που είχε ονομαστεί «Επιχείρηση Δούναβης».
Οι επίσημες ανακοινώσεις μιλούσαν για την «αδελφική βοήθεια» των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στη «σοσιαλιστική» Τσεχοσλοβακία που απειλούταν από την καπιταλιστική υπονόμευση.
Το εμφανές πρόβλημα με αυτή τη δικαιολόγηση ήταν ότι η κρατική και κομματική ηγεσία της Τσεχοσλοβακίας δεν είχε ζητήσει τέτοια «αδελφική» βοήθεια. Αντίθετα, ο γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, ο Αλεξάντρ Ντούμπτσεκ συνελήφθη από ειδικές μονάδες του ρωσικού στρατού και οδηγήθηκε στη Μόσχα, όπως και ο Σέρνικ, ο πρωθυπουργός και άλλα υψηλόβαθμα στελέχη του καθεστώτος.
Το ακόμα πιο εμφανές πρόβλημα ήταν ότι η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δεν ήθελε την «αδελφική βοήθεια». Υπήρξε μικρή ένοπλη αντίσταση στα ρώσικα στρατεύματα. Φοιτητές και νεαροί εργάτες οργάνωσαν διαδηλώσεις και μπλοκάρισαν δρόμους. Πολιορκούσαν τους Ρώσους στρατιώτες ρωτώντας τους γιατί είχαν έρθει στην Πράγα. Κατάφεραν ακόμα να πυρπολήσουν κάποια άρματα μάχης και 50 έως 100 διαδηλωτές σκοτώθηκαν. Οι δυνάμεις κατοχής αντιμετωπίστηκαν από τα πλήθη, με μια μαζική εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής από τμήματα της κρατικής μηχανής της Τσεχοσλοβακίας.
Οι Ρώσοι δεν είχαν προετοιμασθεί πολιτικά για την εισβολή. Δεν είχαν χτίσει εκ των προτέρων ένα αξιόπιστο δίκτυο Τσέχων συνεργατών. Οι οπαδοί του Ντούμπτσεκ είχαν την δυνατότητα να οργανώσουν συνεδριάσεις της βουλής και ένα έκτακτο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος για να καταδικάσουν την εισβολή. Οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί μετέδιδαν τις καταγγελίες και τις ειδήσεις της αντίστασης. Τα τυπογραφεία τυπώνανε καταγγελίες της εισβολής σε τεράστιες ποσότητες. Η αντίσταση εκφραζόταν με τις ηρωικές προσπάθειες εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Εκείνο τον Αύγουστο, στις εφημερίδες και τις τηλεοράσεις κυριαρχούσαν οι εικόνες από την Πράγα και το Σικάγο όπου χιλιάδες διαδηλωτές και διαδηλώτριες ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ πολιόρκησαν το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος και ήρθαν αντιμέτωποι με πρωτοφανή και βάρβαρη καταστολή από την αστυνομία και την Εθνοφρουρά. Η σύνδεση δεν γινόταν μόνο στα ΜΜΕ της εποχής.
Για το κίνημα και την Αριστερά που διαμορφωνόταν μέσα στους αγώνες ενάντια στο πόλεμο του Βιετνάμ και τη βαρβαρότητα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στη Δύση, η ρωσική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία ήταν απόδειξη ότι το «αντίπαλο δέος» χρησιμοποιούσε τις ίδιες μεθόδους, για τους ίδιους σκοπούς με τις άρχουσες τάξεις του «ελεύθερου κόσμου» της Δύσης. Ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» έμοιαζε -και ήταν- το είδωλό του δυτικού καπιταλισμού στον καθρέφτη. Το επαναστατικό κύμα του Μάη του ΄68 έφτανε στις χώρες του κρατικού καπιταλισμού.
Κρίση
Αυτό που ώθησε τελικά τη ρωσική ηγεσία να πάρει την απόφαση για την εισβολή ήταν η όλο και πιο έντονη ανησυχία ότι η ηγεσία της Τσεχοσλοβακίας έχανε τον έλεγχο της κατάστασης. Αυτό που τους προηγούμενους μήνες είχε ονομαστεί «Άνοιξη της Πράγας», η κατάργηση της λογοκρισίας και η χαλάρωση του ασφυκτικού ελέγχου σε κάθε μορφή δημόσιας έκφρασης, έδινε τη δυνατότητα να εκφραστούν οι αγωνίες, οι ελπίδες και οι διεκδικήσεις εκατομμυρίων ανθρώπων. Φοιτητές και διανοούμενοι ήταν τα πρώτα κοινωνικά στρώματα που κινήθηκαν, όμως από το καλοκαίρι και μετά, εργάτες και εργάτριες άρχισαν να μπαίνουν στη μάχη.
Τη δυνατότητα για να εκφραστεί αυτό το κίνημα την έδωσαν οι διαιρέσεις στη κορυφή της άρχουσας τάξης που κυβερνούσε την Τσεχοσλοβακία. Η αιτία για τους καυγάδες που την συγκλόνισαν ήταν η επιδεινούμενη κατάσταση της οικονομίας.
Μερικά χρόνια πριν ωστόσο η Τσεχοσλοβακία ήταν το πιο σταθερό και μονολιθικό καθεστώς της ανατολικής Ευρώπης. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, οι σταλινικές διώξεις που σάρωσαν όλες τις «Λαϊκές Δημοκρατίες» πήραν την πιο σκληρή τους μορφή εκεί. Δέκα υπουργοί οδηγήθηκαν στην κρεμάλα και το εκτελεστικό απόσπασμα, εξήντα χιλιάδες μέλη του κομμουνιστικού κόμματος διαγράφτηκαν και φυλακίστηκαν και περίπου 130 χιλιάδες άνθρωποι οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας.
Παράλληλα, η οικονομία γνώριζε ραγδαία ανάπτυξη την δεκαετία του 1950 επωφελούμενη από την σχετικά ανεπτυγμένη βιομηχανία η οποία πωλούσε βιομηχανικό εξοπλισμό στο υπόλοιπο Ανατολικό μπλοκ. Η γραφειοκρατική άρχουσα τάξη ήταν φοβισμένη αλλά ικανοποιημένη. Η εργατική τάξη φιμωμένη και φαινομενικά απαθής.
Την δεκαετία του ‘60 όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Η Τσεχοσλοβακία υπέφερε από μία βραχεία ύφεση το 1963. Εκείνη τη χρονιά το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 3% σε συνέχεια μιας προηγούμενης κακής χρονιάς που είχε μειωθεί κατά 1%. Τα οικονομικά μέτρα που υιοθετήθηκαν με σκοπό να κάνουν την οικονομία πιο «ανταγωνιστική» δεν είχαν αποτέλεσμα. Ο πληθωρισμός άρχισε να αυξάνεται, το εμπορικό ισοζύγιο να γίνεται ελλειμματικό, γιγάντιες επενδύσεις έμεναν μισοτελειωμένες.
«Άνοιξη»
Οι «μεταρρυθμιστές» πίστευαν ότι αυτό που προκαλούσε τα προβλήματα ήταν ο έλεγχος που ασκούσε στο κόμμα και το κράτος η «παλιά» ηγεσία γύρω από τον γραμματέα Νοβότνι. Πίστευαν ότι οι μεταρρυθμίσεις στην οικονομία δεν λειτουργούσαν επειδή δεν τις εφάρμοζαν οι κατάλληλοι άνθρωποι. Η σύγκρουση στην κορυφή άνοιγε τις δυνατότητες να εκφραστεί η κοινωνική δυσαρέσκεια.
Στο συνέδριο των συγγραφέων τον Ιούνη του 1967 εκτυλίχτηκαν πρωτοφανείς σκηνές για τέτοιου τύπου συναθροίσεις. Γνωστοί διανοούμενοι έπαιρναν το λόγο για να επιτεθούν στη λογοκρισία, τις διώξεις, ουσιαστικά στα προνόμια της γραφειοκρατίας. Διαγράφηκαν από το κόμμα κι ο απόψεις τους καταδικάστηκαν.
Όμως, πλέον το τζίνι είχε βγει από το μπουκάλι. Τον Οκτώβρη οι οικότροφοι φοιτητές και φοιτήτριες της Πράγας κατέβηκαν σε διαδήλωση για να διαμαρτυρηθούν για τις τρομερές ελλείψεις, ακόμα και τα φώτα δεν λειτουργούσαν. «Θέλουμε φως, περισσότερο φως!» ήταν το σύνθημά τους που είχε και κυριολεκτική και μεταφορική σημασία. Τα ΜΑΤ τους τσάκισαν στο ξύλο.
Τελικά στις αρχές του 1968 μία συμμαχία τάσεων στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος καθαίρεσε τον Νοβότνι από γραμματέα- όχι όμως και από την προεδρία. Ο Νοβότνι κι οι συνεργάτες του προσπάθησαν να κινητοποιήσουν τον στρατό απέναντι στον κίνδυνο να χάσουν εντελώς την εξουσία. Δεν τα κατάφεραν τόσο γιατί κι οι «μεταρρυθμιστές» είχαν τους δικούς τους στρατηγούς, τόσο και γιατί η ρωσική ηγεσία θεωρούσε τον Νοβότνι χαμένη υπόθεση. Ο Ντούμπτσεκ εδραιώθηκε προσωρινά.
Η λογοκρισία καταργήθηκε επίσημα τον Μάρτη. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση γέμισαν με κριτικές φωνές και αντιπαραθέσεις για την κατάσταση της χώρας. Τον Απρίλη το Πρόγραμμα Δράσης που υιοθέτησε η νέα κομματική ηγεσία ήταν γεμάτο υποσχέσεις για μελλοντικές ελευθερίες και «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», όπου το κομμουνιστικό κόμμα θα ηγούνταν χωρίς καταπίεση. Φυσικά, το ΚΚΤ παρέμενε το κόμμα της γραφειοκρατίας και της άρχουσας τάξης κι ηγεσία του δεν είχε καμιά διάθεση να παραδώσει το μονοπώλιο στην εξουσία. «Δημοκρατία δεν σημαίνει αναρχία όπου ο καθένας μπορεί να λέει το οτιδήποτε» δήλωσε ο Ντούμπτσεκ.
Όμως, ούτε οι υποσχέσεις ούτε οι εκκλήσεις λειτουργούσαν. Οι διεκδικήσεις του κινήματος γινόταν όλο και πιο ριζοσπαστικές. Σε πολλά εργοστάσια και κλάδους ξεπηδούσαν επιτροπές βάσης, συμβούλια, γίνονταν απόπειρες για ανεξάρτητα συνδικάτα. Πρόβαλλαν διεκδικήσεις για αυξήσεις, για έλεγχο της παραγωγής, για προστασία από τις απολύσεις σε «προβληματικές» επιχειρήσεις.
Ο Ντούμπτσεκ κι οι συνεργάτες του έδιναν επανειλημμένα διαβεβαιώσεις στη Ρωσία ότι θα μπορούσαν να ελέγξουν την κατάσταση. Πλέον όμως οι Ρώσοι δεν τον πίστευαν. Έτσι πάρθηκε η απόφαση για την εισβολή.
«Ομαλοποίηση»
Μετά από έξι μέρες «φιλοξενίας» στη Μόσχα, ο Ντούμπσεκ επέστρεψε στην Πράγα με τη δέσμευση να φέρει την «ομαλοποίηση». Δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η αντίσταση από τα κάτω ήταν πολύ ισχυρή και κύματα αγώνων αμφισβητούσαν τόσο τη ρωσική κατοχή όσο και την εξουσία της γραφειοκρατίας.
Στις 15 Νοέμβρη οι φοιτητές/τριες στο Πανεπιστήμιο του Ολομουκ έκαναν κατάληψη και την επόμενη μέρα οι συνάδελφοί τους στη Γεωπονική της Πράγας ακολούθησαν το παράδειγμά τους. Σχολές σε όλη την χώρα βρίσκονταν υπό κατάληψη για τρεις μέρες.
Αναπάντεχα, η δράση των φοιτητών βρήκε θετική ανταπόκριση από πολλούς εργάτες. Συνελεύσεις σε εργοστάσια έστελναν μηνύματα συμπαράστασης. Σε κάποια εργοστάσια οργανώθηκαν μισάωρες ή και πεντάλεπτες στάσεις εργασίας, σε άλλα ήχησαν οι σειρήνες. Οι φοιτητές πήγαιναν στα εργοστάσια και οι εργάτες στις φοιτητικές καταλήψεις. Οι συζητήσεις δεν είχαν τελειωμό. Οι σιδηροδρομικοί προειδοποίησαν ότι «ούτε ένα τρένο δεν θα φύγει από το σταθμό της Πράγας» αν η κυβέρνηση επιτεθεί στους φοιτητές.
Οι καταλήψεις διήρκησαν μόνο τρεις μέρες. Οι φοιτητές είχαν φέρει τη χώρα στα πρόθυρα μιας μεγάλης πολιτικής κρίσης. Στις βδομάδες που ακολούθησαν οι επαφές ανάμεσα στους φοιτητές και τους εργάτες έγιναν πιο πυκνές και στενές. Η νέα ηγεσία του συνδικάτου των μεταλλεργατών τάχθηκε υπέρ μιας επίσημης συμμαχίας με το φοιτητικό κίνημα. Ένας ηγέτης των φοιτητών εξηγούσε ότι: «Μιλάμε καθημερινά σε συγκεντρώσεις στα εργοστάσια, σε κάποιες από τις οποίες συμμετέχουν χιλιάδες εργάτες».
«Σε πολλές περιπτώσεις φοιτητές βοήθησαν στη διοργάνωση συναντήσεων αντιπροσώπων από πολλά εργοστάσια… Στο επίπεδο της βάσης διαμορφωνόταν ένα ανεπίσημο, αυθόρμητο δίκτυο συνειδητών εργατών, ένα δίκτυο το οποίο μπορούσε να παρακάμψει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και να της ασκήσει πίεση».
Η αντίσταση στην «ομαλοποίηση» εκδηλώθηκε τρεις φορές εκρηκτικά στους δρόμους στους επόμενους μήνες. Τον Γενάρη του 1969 περίπου 800 χιλιάδες διαδήλωσαν στην Πράγα για να τιμήσουν τη μνήμη του Γιαν Πάλατς που είχε αυτοπυρποληθεί σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων. Τον Μάρτη, όταν η εθνική ομάδα της Τσεχοσλοβακίας στο χόκεϊ επί πάγου νίκησε τη ρωσική, ξέσπασαν εκτεταμένα «επεισόδια» σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας και τέλος τον Αύγουστο στην επέτειο του ενός χρόνου από τη ρωσική εισβολή.
Αυτές οι διαδηλώσεις δεν κατάφεραν να σταματήσουν την επαναφορά του ελέγχου της γραφειοκρατίας. Μόνο η επαναστατική δράση μπορούσε να το κατορθώσει. Τελικά τον Απρίλη το 1969, η ρωσική ηγεσία εκτίμησε ότι ήταν πλέον αρκετά ασφαλής ώστε να ξεφορτωθεί τον ίδιο τον Ντούμπτσεκ.