Οικονομία και πολιτική
Εξόρμηση στην Ανατολική Μεσόγειο …μέσω Πρεσπών

Κοινές στρατιωτικές ασκήσεις Κύπρου-Ισραήλ, μια βδομάδα πριν τα Χριστούγεννα

Για προδοσία των “πάγιων εθνικών θέσεων” σε σχέση με το Μακεδονικό κατηγόρησε την περασμένη εβδομάδα από το βήμα της Βουλής ο Κυριάκος Μητσοτάκης την κυβέρνηση. “Ο κύριος Ζάεφ”, είπε “κέρδισε ό,τι δεν του είχαν παραχωρήσει επί 27 χρόνια έξι πρωθυπουργοί, τη μακεδονική εθνότητα και γλώσσα. Εκεί όπου όλοι έλεγαν όχι εσείς είπατε ναι... Κύριε Τσίπρα, ανταλλάξατε το Σκοπιανό με τη μη μείωση των συντάξεων. Αυτό ήταν το εισιτήριο με το οποίο ταξιδέψατε από τις Πρέσπες στην Ιθάκη, όπου σκηνοθετήσατε την υποτιθέμενη έξοδο από τα μνημόνια...”

Δεν υπάρχει ούτε μια φράση σε αυτό το εθνικιστικό παραλήρημα που να έχει κάποια σχέση με την πραγματικότητα. “Ο κύριος Ζάεφ” -για να ξεκινήσουμε από το πιο οφθαλμοφανές, το ονοματολογικό- δεν κέρδισε ό,τι δεν του είχαν παραχωρήσει έξι πρωθυπουργοί: παραχώρησε ό,τι δεν είχαν καταφέρει να αποσπάσουν επί 27 χρόνια όλες οι προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις -την σύνθετη ονομασία. 

Το όνομα “Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας” ήταν μια από τις πέντε προτάσεις που είχε καταθέσει ο Μάθιου Νίμιτς, ο ειδικός διαμεσολαβητής του ΟΗΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η Ντόρα Μπακογιάννη, όπως και πολλοί άλλοι υπουργοί Εξωτερικών πριν και μετά από αυτήν, είχαν στην ουσία αποδεχτεί την πρόταση αυτή. Η ίδια η νεοδημοκρατική εφημερίδα “Δημοκρατία” έγραφε τον περασμένο Σεπτέμβρη:

“Εγγραφα που έχει στη διάθεσή της η «δημοκρατία» εκθέτουν τη Ν.Δ. επί υπουργίας Ντόρας Μπακογιάννη... Σε έκθεση του υπουργείου Εξωτερικών σχετικά με τη συνάντηση Μπακογιάννη - Νίμιτς που συντάχθηκε στις 27/06/2008 αναφέρεται: «Όσον αφορά τα κείμενα εργασίας που προετοίμασε ο κ. Μ. Νίμιτς, η κυρία υπουργός είπε ότι η προτίμησή μας για την ονομασία είναι Republic of North Macedonia (Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας) διότι πληροί το γεωγραφικό κριτήριο”.

Το ονοματολογικό, όμως, δεν ήταν ποτέ στην ιστορία αυτών των 27 χρόνων, το πιο σημαντικό στις διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δυο χώρες. Το όνομα είχε κύρια συμβολική σημασία: η Ελλάδα διεκδικούσε από την πρώτη στιγμή που άρχισε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας την “κηδεμονία” των “Σκοπίων”. Με τις απαιτήσεις για το όνομα, την σημαία, το σύνταγμα κλπ η Ελλάδα έστελνε ένα σαφές μήνυμα στην άλλη πλευρά των συνόρων: καμιά απόφαση δεν θα μπορούσε να παρθεί χωρίς την έγκριση της Αθήνας. Η Αθήνα χρησιμοποίησε μέσα σε αυτά τα χρόνια κάθε μέσο που είχε στη διάθεσή της για να δείξει ότι το εννοεί: τον Φεβρουάριο του 1994 (υπουργός Εξωτερικών ήταν τότε ο Θεόδωρος Πάγκαλος) η Ελλάδα κήρυξε εμπάργκο σε βάρος “των Σκοπίων” και έκλεισε τα σύνορα -κάτι που είχε δραματικές συνέπειες για τον απλό κόσμο στη Δημοκρατία της Μακεδονίας.

Η ελληνική διπλωματία δεν είχε κερδίσει ποτέ μέχρι σήμερα τη “μάχη” για το όνομα. Το ελληνικό κεφάλαιο, όμως, κέρδισε τη μάχη της “κηδεμονίας”: οι μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις (τράπεζες, ενεργειακές και τηλεπικοινωνιακές εταιρείες, μεγάλοι κατασκευαστές, αλυσίδες σούπερ-μάρκετ κλπ) άλωσαν κυριολεκτικά μέσα σε αυτά τα χρόνια την αγορά “των Σκοπίων”. Τώρα, με τη συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική διπλωματία κερδίζει και το όνομα.

Οι κατηγορίες του Μητσοτάκη περί ανταλλαγής του “Σκοπιανού” με τη μη μείωση των συντάξεων, είναι απλά γελοίες. Η συμφωνία των Πρεσπών υπογράφτηκε στη σκιά της επέκτασης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια. Με τη συμφωνία της Γιάλτας που είχε υπαγορευτεί από τους νικητές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου το 1944, η Γιουγκοσλαβία ανήκε κατά 50% στην Ανατολή (Ρωσία) και κατά 50% στη Δύση (ΗΠΑ, Βρετανία). Με την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ το 1989-1991 η Δύση άρχισε σταδιακά να “λεηλατεί” την ηττημένη πλέον από τον Ψυχρό Πόλεμο Ρωσία από τις παλιές της κτήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις αυτή η λεηλασία έγινε “εύκολα” - η Ανατολική Γερμανία ενώθηκε με τη Δυτική ύστερα από μια εξέγερση που έριξε το Τείχος. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις (πχ στη Γεωργία) η Δύση απέτυχε. Στην Ουκρανία η διαμάχη κατέληξε στον ντε φάκτο διαχωρισμό της χώρας στα δυο -στη φιλορωσική ανατολή και τη φιλοευρωπαϊκή και φιλοαμερικανική δύση. Στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας η λεηλασία προχώρησε μέσα από έναν άγριο εμφύλιο πόλεμο που έκλεισε με τον αμερικανικό βομβαρδισμό της Σερβίας και την άμεση κατοχή του Κοσυφοπεδίου από τις δυνάμεις της Δύσης. Η ενσωμάτωση των “Σκοπίων” στο ΝΑΤΟ είναι ένα από τα τελευταία κεφάλαια αυτής της σύγκρουσης που συνεχίζεται αμείωτη. 

Κατάκτηση

Η “κατάκτηση” της Δημοκρατίας της Μακεδονίας αυξάνει το πεδίο δράσης του ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή – δεν το μειώνει. Το σημαντικότερο κέρδος έχει να κάνει με τις σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία.

Ο Νίκος Κοτζιάς, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Τσίπρα που ήταν και ο βασικός εμπνευστής της Συμφωνίας των Πρεσπών, βρίσκεται συνεχώς στο στόχαστρο της Νέας Δημοκρατίας -είναι το “πρότυπο του προδότη των εθνικών θέσεων” σύμφωνα με τους πατριδοκάπηλους. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Κοτζιάς ήταν, από τη σκοπιά της άρχουσας τάξης, ο καλύτερος υπουργός Εξωτερικών που είχε. Το δόγμα Κοτζιά ήταν απλό: κλείνουμε τις εκκρεμότητές μας στο βορρά και εστιάζουμε τις προσπάθειές μας στην ανατολή -στην Τουρκία, την Κύπρο και την ανατολική Μεσόγειο. 

Το δόγμα αυτό -να το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή- δεν έχει να κάνει τίποτα ούτε με την ειρήνη, ούτε με τη συνεργασία με τους γείτονες μας, ούτε με την μείωση της έντασης στην περιοχή. Απλά ο Κοτζιάς έκανε αυτό που κάνει σήμερα και ο Ντόναλντ Τραμπ για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό: έκλεισε τα δευτερεύοντα μέτωπα για να συγκεντρώσει την προσοχή του στο κύριο μέτωπο. Στην περίπτωση των ΗΠΑ ο βασικός ανταγωνιστής είναι σήμερα η Κίνα. Στην περίπτωση της Ελλάδας είναι η Τουρκία.

Η Τουρκία αντιμετωπίζει από μόνη της τεράστιες δυσκολίες αυτή τη στιγμή: η οικονομία πηγαίνει άσχημα, ο πόλεμος στη Συρία έχει αναζωπυρώσει το Κουρδικό ζήτημα, οι σχέσεις με τις ΗΠΑ βρίσκονται σε κρίση, η ίδια η κυβέρνηση του Ερντογάν βρίσκεται (παρά τις μέχρι τώρα εκλογικές της επιτυχίες) σε κρίση: για τον ελληνικό καπιταλισμό αυτή η κατάσταση ανοίγει δυνατότητες για διεκδικήσεις όπως τα 12 μίλια, η ΑΟΖ, οι ενεργειακοί και εμπορικοί διάδρομοι.

Η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα της ελληνικής άρχουσας τάξης. Αυτό της βάζει σήμερα τεράστιες πιέσεις. Από τη μια μεριά αντιλαμβάνεται ότι η πολιτική της κυβέρνησης του Τσίπρα είναι, από τη σκοπιά των συμφερόντων της τάξης που εκπροσωπεί, η καλύτερη δυνατή πολιτική. Από την άλλη, όμως, είναι -όπως όλα τα συντηρητικά κόμματα- δέσμια των ίδιων των ιδεοληψιών που έχει καλλιεργήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια. Η επίθεση στη συμφωνία των Πρεσπών αντανακλάει αυτά τα αδιέξοδα.

Οι απλοί άνθρωποι, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι συνταξιούχοι, οι φτωχοί δεν έχουν να κερδίσουν τίποτα ούτε από την “παραδοσιακή” επιθετικότητα των πατριδοκάπηλων “για το ιερό όνομα της Μακεδονίας μας”, ούτε από τη “νέα επιθετικότητα” της εστίασης στο “ανατολικό μέτωπο” του Κοτζιά και του Τσίπρα. Η συμφωνία των Πρεσπών είναι απαράδεκτη, όχι γιατί “ξεπουλάει τα εθνικά συμφέροντα” αλλά γιατί τα προωθεί με τον πιο επιθετικό τρόπο: με συμμαχίες με το Ισραήλ και την Αίγυπτο (με δυο από τα πιο βρώμικα καθεστώτα της περιοχής μας) και σύσφιξη σχέσεων με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ. 

Τα “εθνικά συμφέροντα” δεν έχουν καμιά σχέση με τα συμφέροντα των απλών ανθρώπων: είναι τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Το αντάλλαγμα για τη συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι οι συντάξεις αλλά οι πλάτες που κάνει ο Τραμπ στις γεωτρήσεις στα ανοιχτά της Κύπρου. Η εργατική τάξη και η νεολαία δεν έχουν κανένα λόγο να πολεμήσουν ούτε για το “όνομα της Μακεδονίας” ούτε για τα “οικόπεδα” φυσικού αέριου των εφοπλιστών.