Ιστορία
80 χρόνια Βάρκιζα: Έτσι πήγε χαμένο το κίνημα της Αντίστασης

(Αριστερά) Σκόμπι και Τσόρτσιλ. (Δεξιά) Πανό του ΕΑΜ καλωσορίζει τους Βρετανούς στην Απελευθέρωση της Αθήνας.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας που υπογράφτηκε επίσημα στις 12 Φλεβάρη του 1945 έχει μείνει στη συνείδηση του κόσμου της Αριστεράς ως το συνώνυμο της πιο άδικης συνθηκολόγησης που χαντάκωσε το συγκλονιστικό κίνημα της Αντίστασης. 

Χρειάζεται να επιμείνουμε σε αυτή την εκτίμηση, γιατί σήμερα, 80 χρόνια μετά, η Δεξιά σερβίρει αναπαλαιωμένο το περιβόητο σχήμα των «τριών γύρων». Η Βάρκιζα μετατρέπεται σε ένα απλό διάλειμμα ανάμεσα στην «κομμουνιστική ανταρσία» του Δεκέμβρη του ’44 και στην επόμενη προσπάθεια του «κόκκινου ολοκληρωτισμού» με τον Εμφύλιο.  Έτσι, το Πρώτο Θέμα (7/2) σε ένα άρθρο με τίτλο «Πώς φτάσαμε στον τελικό τρίτο γύρο», μας πληροφορεί ότι η Βάρκιζα παραβιάστηκε πρώτα «εξ’ αριστερών» από την ηγεσία του ΚΚΕ που έκρυψε μεγάλες ποσότητες οπλισμού μετά την παράδοση των όπλων και τη διάλυση του ΕΛΑΣ. Κι η εφημερίδα Δημοκρατία κυκλοφόρησε ένθετο με το κείμενο της Συμφωνίας «Το ορόσημο που έβαλε τέλος στην κομμουνιστική απειλή και έδωσε ελπίδα στην πατρίδα».

Όταν υπογράφτηκε η Συμφωνία η ηγεσία του κινήματος την παρουσίασε σαν έναν σκληρό αλλά αναγκαίο συμβιβασμό. Σύμφωνα με τον Γ. Σιάντο, τον α’ γραμματέα της Κ.Ε του ΚΚΕ τότε «δεν είναι παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη». Η εναλλακτική, πάλι σύμφωνα με τον Σιάντο, αλλά και άλλα στελέχη, ήταν ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει το αντάρτικο στα βουνά αποκομμένος από τις πόλεις και έτσι η Αριστερά θα μετατρεπόταν «σε μια αίρεση που θα μπορούσαν ακόμα και να μας επικηρύξουν». Τελικά αυτό και έκανε η αστική τάξη και οι Εγγλέζοι «σύμμαχοι», σφίγγοντας τη θηλιά που είχε περάσει στο λαιμό του κινήματος με την υπογραφή της η ηγεσία της Αριστεράς. 

Οι μόνες συγκεκριμένες δεσμεύσεις στη συμφωνία αφορούσαν την Αριστερά. Η αποστράτευση του ΕΛΑΣ και η παράδοση των όπλων του ρυθμιζόταν με ένα λεπτομερές «Πρωτόκολλον Συμφωνίας διά τα Στρατιωτικά Ζητήματα». Σε ένα συμπληρωματικό «Πρωτόκολλον Αποστρατεύσεως» ο ΕΛΑΣ δήλωνε ακόμα και τις ποσότητες του οπλισμού τις οποίες θα παρέδιδε. Τελικά παρέδωσε πολύ περισσότερο οπλισμό απ’ ότι είχε δηλώσει. 

Εφαρμογή

Από την άλλη η κυβέρνηση δεν δεσμευόταν ουσιαστικά σε τίποτα. Η εφαρμογή των διατάξεων για τις εκλογές, την ελεύθερη πολιτική δράση, την τιμωρία των δωσιλόγων παραπέμπονταν στην ίδια και τους μηχανισμούς του κράτους που ανασυγκροτούταν. 

Το 2ο Άρθρο της Συμφωνίας δήλωνε, για παράδειγμα, ότι θα αρθεί ο Στρατιωτικός Νόμος. Όμως παράλληλα νεκρανάσταινε τη ΚΔ’ Συντακτική Πράξη του 1935 («περί μέτρων διαταράξεως της δημοσίας τάξεως») που είχε χρησιμοποιήσει ο Μεταξάς όταν επέβαλε τη δικτατορία του προβλέποντας ακόμα και αναστολή κρίσιμων άρθρων του Συντάγματος για τις ατομικές και πολιτικές ελευθερίες.

Όλες οι υποσχέσεις της Συμφωνίας για ελεύθερες εκλογές και πολιτική δράση έμειναν στα χαρτιά.

Το άρθρο που έχει προκαλέσει τις μεγαλύτερες συζητήσεις ήταν αυτό που αφορούσε την αμνηστία. Η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ είχε κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων βάζοντας σαν όρο την γενική αμνηστία για όσους συμμετείχαν στον Δεκέμβρη. Αυτό που δέχτηκε ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει. Άφησε ανοιχτή την πόρτα για να διώκονται οι αγωνιστές με μια βιομηχανία ποινικών διώξεων. Εχει σημασία να θυμίσουμε τη διατύπωση:

«Αρθρον 3ον: Αμνηστία. Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος. Ο σχετικός Νόμος θα δημοσιευθή άμα τη υπογραφή της παρούσης συμφωνίας…».

Η «μηχανή» ήταν απλή και χυδαία –και φυσικά λειτούργησε με την αγαστή συνεργασία των «θεσμών» όπως της Δικαιοσύνης. Αγωνιστές σέρνονταν στις φυλακές με κατηγορίες για διάπραξη «αδικημάτων κατά της ζωής και περιουσίας» για να εισπράξουν βαριές ποινές μέχρι και εκτέλεση αργότερα. Σαν να μην έφτανε αυτό, τα άρθρα 7 και 8 πρόβλεπαν εκκαθαρίσεις των δημοσίων υπαλλήλων και των ανδρών των Σωμάτων Ασφαλείας που είχαν πάρει μέρος στον Δεκέμβρη. Ένα χρόνο μετά την υπογραφή της Συμφωνίας οι πολιτικοί κρατούμενοι έφταναν τις 80.000 και ένα κύμα τρομοκρατίας της Δεξιάς κάλυπτε τη χώρα. 

Η «Βάρκιζα» δεν ήταν μια «καλή συμφωνία» που την υπονόμευσε η Δεξιά και ο αστικός πολιτικός κόσμος. Ήταν δομημένη με τέτοιο τρόπο στις διατυπώσεις της που έδειχνε εξαρχής πού θα κατέληγε η εφαρμογή της. Γι’ αυτό ήταν μια συνθηκολόγηση κι ο κόσμος της Αριστεράς την εξέλαβε ως τέτοια εξαρχής. Οι διωγμοί έστειλαν τον κόσμο στο βουνό και ο Εμφύλιος Πόλεμος φούντωσε από τα μέσα του 1946. 

Υπήρχε εναλλακτική σε αυτή τη συνθηκολόγηση; Το πρώτο κρατούμενο είναι ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ μπορεί να είχαν ηττηθεί στη Μάχη της Αθήνας τον Δεκέμβρη, αλλά διατηρούσαν τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της χώρας. Και πέρα από τον επίσημο έλεγχο με τις περιοχές που τους είχε αποδώσει η ανακωχή που είχε υπογραφεί τον Γενάρη, το εργατικό κίνημα ήταν ζωντανό και έπαιρνε ήδη φόρα για την αντεπίθεσή του στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη και σε όλες τις πόλεις. 

Ούτε το αντίπαλο στρατόπεδο είχε λυμένα τα χέρια. Συχνά προβάλλεται σαν επιχείρημα ότι οι διεθνείς συσχετισμοί ήταν αρνητικοί, μιας και οι Μεγάλοι Σύμμαχοι συνέχιζαν τον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία και στη συνάντησή τους στη Γιάλτα (ακριβώς εκείνες τις μέρες) άρχιζαν να μοιράζουν την Ευρώπη. Η ηγεσία της Αριστεράς έδειξε ρεαλισμό λέει αυτή η άποψη και σαν απόδειξη προβάλλονται οι αρνητικές απαντήσεις του Τίτο, του Βουλγάρικου ΚΚ και εν τέλει του Στάλιν στα αιτήματα για βοήθεια. 

Αίσχη

Στην πραγματικότητα, η ηγεσία της Αριστεράς έβγαλε από τη δύσκολη θέση τον Τσόρτσιλ που πήγαινε στη Γιάλτα κάτω από την κατακραυγή της διεθνούς κοινής γνώμης για τα αίσχη του εγγλέζικου ιμπεριαλισμού στην Αθήνα. Αν έφτανε στη Γιάλτα με το «ελληνικό ζήτημα» σε εκκρεμότητα και τη σύγκρουση να εξελίσσεται θα ήταν, το λιγότερο, ένας μεγάλος πονοκέφαλος γι’ αυτόν. Γι’ αυτό βιαζόταν «να σκεφθώμεν μιαν προσωρινήν τακτοποίησιν» όπως τηλεγραφούσε στον Ρούζβελτ ήδη στις 28 Δεκέμβρη. 

Πίσω από τις εκτιμήσεις για τον περίφημο «αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων» υπήρχε μια συνολική στρατηγική: του κοινοβουλευτικού δρόμου και της ταξικής συνεργασίας. Στα μέσα της δεκαετίας του ΄30 αυτή η τεράστια αλλαγή παίρνει και επίσημο χαρακτήρα στην πολιτική των κομμουνιστικών κομμάτων. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του κόμματος τον Γενάρη του 1934 σήμαινε την εγκατάλειψη της σοσιαλιστικής επανάστασης στο όνομα ενός «σταδίου» αστικοδημοκρατικής αλλαγής. Ο Παντελής Πουλιόπουλος προειδοποιούσε ότι αυτή η αλλαγή, παρά τη ριζοσπαστική φρασεολογία που την έντυνε αρχικά, σήμαινε: «σταμάτημα και ασκητικός αυτοπεριορισμός του ελληνικού προλεταριάτου» στους αγώνες του ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης και των αυταρχικών επιθέσεων της άρχουσας τάξης.

Στην περίοδο της Αντίστασης αυτή η στρατηγική πήρε την πιο ξεκάθαρη και απόλυτη διάστασή της. H «εθνική ενότητα» μπορούσε να περιλάβει τους πάντες, εκτός από μια χούφτα συνεργατών του κατακτητή. Κι αυτή η στρατηγική, όχι κάποια «λάθη», ήταν η αιτία για όλους τους συμβιβασμούς που άνοιξαν τον δρόμο στη Βάρκιζα: τη Συμφωνία του Λιβάνου τον Μάη του 1944, τη Συμφωνία της Καζέρτας τον Σεπτέμβρη της ίδιας χρόνιάς. 

Ακόμα και αν η έκβαση της μάχης της Αθήνας ήταν διαφορετική –πιο «ισόπαλη»– πάλι η ηγεσία θα υπέγραφε μια Βάρκιζα. Γιατί ο προσανατολισμός της ήταν ο συμβιβασμός με την άρχουσα τάξη και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, με την ελπίδα ότι, «μετά τον πόλεμο», σε «ελεύθερες εκλογές» θα κατακτούσε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μια χιμαιρική ελπίδα, όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’30 ο Τρότσκι ειρωνευόταν τις ρεφορμιστικές ηγεσίες γράφοντας σε μια ημερολογιακή σημείωση: «Αυτοί οι κύριοι δεν παύουν να αιφνιδιάζονται όταν ο κόσμος ανταποκρίνεται στα καλέσματά τους». Αυτό έγινε ξανά και ξανά εκείνη την περίοδο και στην Ελλάδα. Η εργατική τάξη έδειχνε με τη δράση και τους αγώνες της ότι έχει τη δύναμη να πάρει την κοινωνία στα χέρια της. Αλλά οι ρεφορμιστικές ηγεσίες υποτιμούσαν πάντα αυτή τη δυναμική ανακαλύπτοντας κάθε φορά έναν «αρνητικό συσχετισμό». Χρειαζόμαστε τα διδάγματα της ιστορίας για να χτίσουμε την επαναστατική Αριστερά που δεν θα αιφνιδιάζεται από τη δυναμική των αγώνων αλλά θα τους πηγαίνει μπροστά μέχρι τη νίκη.