Παρόλα αυτά, η Κοπεγχάγη αποκάλυψε ξεκάθαρα ποιο είναι το βασικό εμπόδιο για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας υπερθέρμανσης. Παρά τον προφανή κίνδυνο καταστροφικής κλιματικής αλλαγής, το κάθε κράτος διστάζει να αναλάβει το κόστος μείωσης των εκπομπών. Αυτό που προσπαθούν να κάνουν είναι να φορτώσουν το απαιτούμενο κόστος στους ανταγωνιστές τους.
Επίσης, η κάθε κυβέρνηση αξιοποιεί την αποτυχία των υπόλοιπων ως δικαιολογία για να μη δράσει η ίδια. Ετσι, η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ) πήγε στην Κοπεγχάγη λέγοντας ότι ήταν πρόθυμη να ανεβάσει τον δικό της στόχο μείωσης των εκπομπών μέχρι το 2010 από το 20% στο 30%, αλλά πήρε πίσω την προσφορά της όταν οι υπόλοιποι δεν ανταποκρίθηκαν.
Αυτό που κυριάρχησε στην Κοπεγχάγη ήταν η ανταγωνιστική λογική του καπιταλισμού, ο οποίος ωθεί διαρκώς τα κράτη και τις εταιρείες σε διαμάχες μεταξύ τους. Η λογική γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρη αν κοιτάξουμε τις δύο δυνάμεις που τελικά κυριάρχησαν στη Σύνοδο -τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Πρόκειται μακράν για τους δύο μεγαλύτερους παραγωγούς διοξειδίου του άνθρακα. Η Κίνα ήταν υπεύθυνη για το 21,5% των παγκόσμιων εκπομπών το 2006 και οι ΗΠΑ για το 20,2% -παρόλο που η Κίνα έχει πολύ μεγαλύτερο πληθυσμό και είναι πολύ φτωχότερη. Οι ΗΠΑ παράγουν 18,67 τόνους κατά κεφαλήν το χρόνο και η Κίνα 4,57 τόνους.
Ο Τζορτζ Μπους είχε χρησιμοποιήσει το γεγονός ότι η Κίνα και άλλες μεγάλες οικονομίες, αυτού που αποκαλείται Παγκόσμιος Νότος, δεν περιλαμβάνονταν στο Πρωτόκολλο του Κυότο το 1997, ως δικαιολογία για να μην συμμετάσχουν και οι ΗΠΑ. Ο Μπαράκ Ομπάμα, αντίθετα, ήθελε μια παγκόσμια συμφωνία, αλλά έπρεπε να φανεί ότι τα βάζει με την Κίνα για να έχει την παραμικρή πιθανότητα να περάσει η νομοθεσία από το Κονγκρέσσο.
Ετσι εξηγείται ο παράξενος χορός που εξελίχθηκε στην Κοπεγχάγη, καθώς ο Ομπάμα κυνηγούσε τον Κινέζο πρωθυπουργό, Γουέν Ζιαμπάο, και τους ηγέτες της Ινδίας, της Βραζιλίας και της Νότιας Αφρικής. Εφτασε στο σημείο να μπει με το έτσι θέλω σε μια ιδιωτική συνάντηση που είχαν οι τέσσερίς τους, φωνάζοντας: «Είστε έτοιμοι για μένα;» παίρνοντας θέση ανάμεσά τους στο τραπέζι.
Αυτή η ομάδα έφτασε τελικά στο συμβιβασμό που μετατράπηκε στη Συμφωνία της Κοπεγχάγης. Η ΕΕ, που αρέσκεται να παρουσιάζεται ως ηγετική δύναμη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δέχθηκε εξευτελιστική περιθωριοποίηση.
Ο δημοσιογράφος Μαρκ Λίνας, μεταφέροντας τις απόψεις του Γκόρντον Μπράουν και του Υπουργού Ενέργειας, Εντ Μίλιμπαντ, έριξε το φταίξιμο για την αποτυχία της Κοπεγχάγης αποκλειστικά στην Κίνα:
«Η Κίνα γνωρίζει ότι μετατρέπεται σε αδιαφιλονίκητη υπερδύναμη. Μάλιστα στην Κοπεγχάγη έκανε φανερή επίδειξη αυτής της νεόκοπης μυϊκής της αυτοπεποίθησης. Η βασισμένη στον άνθρακα οικονομία της διπλασιάζεται κάθε μια δεκαετία και η ισχύς της αυξάνεται αντίστοιχα. Η ηγεσία της δεν πρόκειται να αλλάξει αυτή τη μαγική συνταγή εκτός και μόνο αν αναγκαστεί να το κάνει.» Οι διατυπώσεις αυτές είναι αφελείς και τραβηγμένες. Παραγνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο η αμερικανική αντιπροσωπεία έβαλε στο στόχαστρο την Κίνα από την αρχή της Συνόδου.
Συμφωνία
Η δική μου εκτίμηση είναι ότι ο Ομπάμα πήρε το είδος της συμφωνίας που ήθελε. Η Ουάσινγκτον Ποστ επισημαίνει ότι στις πρόσωπο με πρόσωπο συναντήσεις τους, ο Κινέζος πρωθυπουργός υποχώρησε σε μια βασική αμερικανική απαίτηση που θέλει τις μειώσεις των εκπομπών να είναι διεθνώς επαληθεύσιμες. Επίσης η ίδια εφημερίδα αναφέρει ότι «η μοίρα οποιασδήποτε μελλοντικής συμφωνίας για την αλλαγή του παγκόσμιου κλίματος θα βρίσκεται τώρα πρακτικά στα χέρια των δύο μεγαλύτερων ρυπαντών.»
Αυτό βολεύει μια χαρά και τις ΗΠΑ και την Κίνα. Οπως υποστηρίζει ξανά η Ουάσινγκτον Ποστ, η Κοπεγχάγη προσέφερε «μια μικρή πρόγευση μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων στην οποία η διεθνής διπλωματία θα καθορίζεται ολοένα και περισσότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ανερχόμενες δυνάμεις, με πιο σημαντική την Κίνα. Μάλιστα, τα γεγονότα στη Σύνοδο έδειξαν ότι η σχέση ΗΠΑ-Κίνας παραμένει θυελλώδης και σύνθετη, δημιουργική και αντιθετική.»
Υπάρχει μια ελαφριά υπερβολή σε αυτήν την ανάλυση. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα μένουν πάντα στο περιθώριο όπως έκαναν στην Κοπεγχάγη. Ομως η Σύνοδος σίγουρα αποκάλυψε την κατάσταση συγκρουσιακής συμπαιγνίας -δηλαδή ταυτόχρονης αλληλεξάρτησης αλλά και ανταγωνισμού- που καθορίζει τη σχέση μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Δεν πρόκειται και για πολύ «νέα τάξη πραγμάτων». Η πραγματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί μια αποφασιστική σύγκρουση με την ανταγωνιστική λογική του καπιταλισμού.