Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επανεκλέχθηκε στην κυβέρνηση της Τουρκίας πετυχαίνοντας σαρωτική νίκη στις εκλογές της 22 Ιούλη. Ο Ρόνι Μαργκόλις, από το αδελφό κόμμα του ΣΕΚ στην Τουρκία, DSIP, γράφει στην ανταπόκριση που μας έστειλε: “Η αύξηση στο ποσοστό του AKP από 34% το 2002 σε 47% ήταν μια ξεκάθαρη απάντηση από το εκλογικό σώμα ενάντια στις προσπάθειες του στρατού να επηρεάσει τα εκλογικά αποτελέσματα. Το τελεσίγραφο που έβγαλε ο στρατός στα τέλη του Απρίλη, προειδοποιώντας ενάντια στον κίνδυνο του Ισλάμ, γύρισε προφανώς μπούμερανγκ. Το ίδιο έπαθε και η στρατηγική των σοσιαλδημοκρατών να στηρίξουν την προεκλογική τους εκστρατεία στον εθνικισμό και την τρομοϋστερία για το Ισλάμ και τους Κούρδους. Το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (CHP) του Ντενίζ Μπαϊκάλ δεν έκανε τίποτα άλλο παρά να υποθάλπει το κυνήγι μαγισσών, χωρίς αποτέλεσμα. Το ποσοστό του κόμματος έμεινε γύρω στο 20% όπως και το 2002.
Αντίθετα με τις περασμένες εκλογές, το όριο του 10% το πέρασε ένα ακόμη κόμμα. Το φασιστικό Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) είχε πάρει 8% το 2002 και δεν είχε βγάλει βουλευτές. Τώρα πήρε 14%, όμως η αύξηση στις ψήφους ήρθε από άλλα ακροδεξιά κόμματα, όχι από αύξηση της επιρροής των φασιστών. Μία ακόμη σημαντική εξέλιξη ήταν η εκλογή 23 Κούρδων βουλευτών. Αυτό επιτεύχθηκε καθώς μέλη του κουρδικού Κόμματος της Δημοκρατικής Κοινωνίας (DSP) κατέβηκαν ως ανεξάρτητοι υποψήφιοι, γλιτώνοντας έτσι το όριο του 10%, το οποίο έχει θεσπιστεί ακριβώς για να μην μπορούν να μπουν οι Κούρδοι στη Βουλή! Το αντιδημοκρατικό όριο του 10% διαλύθηκε στην πράξη.”
Το DSIP (Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) έπαιξε κεντρικό ρόλο στη στήριξη δύο υποψηφιοτήτων της Αριστεράς. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, οι υποψήφιοι κατέβηκαν ως ανεξάρτητοι, γιατί στους ανεξάρτητους δεν ισχύει το όριο του 10%. Ετσι ο Ουφούκ Ουράς, παίρνοντας 3,7% στην δεύτερη από τις τρεις περιφέρειες της Πόλης, εκλέχθηκε βουλευτής. Ο Μπασκίν Οράν, που κατέβαινε υποψήφιος στην πρώτη περιφέρεια της Πόλης πήρε πάνω από 2%, ένα πολύ καλό αποτέλεσμα που δεν αρκεί όμως για να μπει στη Βουλή.
Σύμφωνα με τους συντρόφους, η προεκλογική καμπάνια για τους δύο αριστερούς υποψήφιους ήταν πρωτόγνωρα ζωντανή και πετυχημένη. Νέοι και παλιότεροι αγωνιστές της Αριστεράς νιώθουν μετά και από τα καλά αποτελέσματα γεμάτοι αισιοδοξία για να ξεκινήσει μια συνολικότερη διαδικασία για ανασύνθεση της Αριστεράς στην Τουρκία.
Σίγουρα θα έχουν να δώσουν πολλές μάχες, απέναντι στη νέα κυβέρνηση του Ερντογάν. Γιατί κάθε άλλο παρά ρόδινα προμηνύονται τα πράγματα. Οι αναλυτές και οι εφημερίδες στην Ελλάδα παρουσιάζουν τα αποτελέσματα ως “χαστούκι απέναντι στους στρατηγούς” που ανοίγουν το δρόμο για ομαλότητα. Πριν από μερικούς μήνες η κυρίαρχη περιγραφή ήταν η μάχη “της μαντήλας ενάντια στην αρβύλα”. Ευτυχώς, ξεπεράστηκε αυτή η καρικατουρίστικη ανάλυση. Ολοι έχουν καταλάβει πλέον ότι το κόμμα του Ερντογάν απέχει πολύ από το να χαρακτηρίζεται “ισλαμιστικό” και ότι ο κόσμος δεν ψηφίζει μαζικά το AKP γιατί θέλει να επιβληθεί η “σαρία”. Ομως το να παρουσιάζεται ο Ερντογάν ως η λύση στα προβλήματα της Τουρκίας, απέχει ακόμη περισσότερο από την αλήθεια.
Ο κόσμος ψήφισε τον Ερντογάν, ενάντια στις απειλές για πραξικόπημα, ελπίζοντας σε περισσότερη δημοκρατία και δικαιώματα. Ψήφισε Ερντογάν και γιατί ελπίζει ότι το AKP μπορεί να διασφαλίσει καλύτερα την ειρήνη, έχοντας απέναντι κόμματα σαν το “σοσιαλδημοκρατικό” CHP και το φασιστικό MHP που κρυφά ή φανερά πανηγύριζαν όταν δολοφονήθηκε ο Αρμένιος δημοσιογράφος Χραντ Ντινκ, στήριξαν τις προβοκάτσιες του στρατού και κατηγορούν τον Ερντογάν ότι είναι συμβιβαστικός προς τους Κούρδους. Αντίστοιχα στον τομέα της οικονομίας, η διακυβέρνηση Ερντογάν έχει ταυτιστεί με την οικονομική ανάπτυξη και σταθεροποίηση, μετά από μια μακρόχρονη κρίση επί “κεμαλικών” κυβερνήσεων.
Iδιωτικοποιήσεις
Οι ελπίδες όμως αυτές έρχονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα. Το Κόμμα του Ερντογάν δεν είναι κόμμα των καταπιεσμένων, αλλά της άρχουσας τάξης. Οπως εξηγεί ο Ρόνι Μαργκόλις: “Το AKP αποδείχθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια ότι δεν έχει να κάνει σε τίποτα με το Ισλάμ, αλλά έχει σε πολλά να κάνει με τον νεοφιλελευθερισμό, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τους μεγάλους επιχειρηματίες. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι η TÜSIAD (ο τουρκικός ΣΕΒ) ένιωθε ανακούφιση μετά τα εκλογικά αποτελέσματα. Η επανεκλογή του AKP με άνετη πλειοψηφία σημαίνει τη συνέχιση της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας, και πρόσω ολοταχώς για ιδιωτικοποιήσεις και “μεταρρυθμίσεις” στο σύστημα υγείας, την κοινωνική ασφάλιση και την παιδεία”.
Ακόμη και αυτές οι ελπίδες των αφεντικών είναι πολύ τραβηγμένες. Το AKP παρέλαβε την εξουσία το 2002 με την Τουρκία να έχει χτυπηθεί άσχημα από κρίσεις το 1997, το 2000 και το 2001. Η λίρα είχε καταρρεύσει. Το 1995 χρειαζόσουν 45 χιλιάδες λίρες για ένα δολάριο. Το 2001 χρειαζόσουν 1.650.000 λίρες. Η νέα κυβέρνηση αναγκάστηκε να κόψει έξι μηδενικά από το νόμισμα για να φτιάξει την νέα τουρκική λίρα. Αξιοποίησε την άνοδο της παγκόσμιας χρηματαγοράς που ξεκίνησε μετά το 2000 και άρχισε να ξανατραβάει κεφάλαια για επενδύσεις. Σημαντικό ρόλο έπαιξε ότι είχε καταφέρει να είναι μετά από χρόνια μια κυβέρνηση που είχε σχετική εμπιστοσύνη των απλών ανθρώπων προσφέροντας ένα διάστημα σταθερότητας. Ετσι έγινε η πιο γρήγορα αναπτυσσόμενη οικονομία του ΟΟΣΑ τα τελευταία χρόνια.
Ομως η ανάπτυξη στηρίχθηκε κυρίως σε μαζικό δανεισμό, ο οποίος πάλι στηρίζεται στη διεθνή και την εγχώρια αισιοδοξία. Ετσι το ισοζύγιο των τρέχουσων συναλλαγών ανοίγει όλο και περισσότερο, ενώ η κατεύθυνση αυτών των επενδύσεων είναι επίσης “φούσκα”, κυρίως χρηματιστηριακά προϊόντα, κατασκευές και τουρισμός. Πρόκειται για τους πιο ευάλωτους τομείς στο παραμικρό ταρακούνημα των διεθνών χρηματιστηρίων. Η υποτίμηση της λίρας έχει αυξήσει το κόστος ζωής εκτοξεύοντας το κόστος των εισαγωγών, ενώ η πιο παραδοσιακή βιομηχανία της Τουρκίας, η υφαντουργία δεν μπόρεσε να παίξει αντισταθμιστικό ρόλο με εξαγωγές, καθώς την ίδια περίοδο το κενό κάλυψαν οι χώρες της Ανατολικής Ασίας. Το έδαφος της ανάπτυξης λοιπόν είναι πολύ σαθρό.
Ακόμη πιο εύθραυστο είναι το διεθνές περιβάλλον. Το Μάρτη του 2003 οι Αμερικάνοι δέχθηκαν μεγάλο πλήγμα, καθώς το τουρκικό κοινοβούλιο δεν επέτρεψε τη χρήση των αμερικάνικων βάσεων για την χερσαία εισβολή στο Ιράκ μέσω Τουρκίας. Βουλευτές του κόμματος του Ερντογάν έκαναν ανταρσία απέναντι στη γραμμή του κόμματος, την ώρα που το κοινοβούλιο στην Αγκυρα βρισκόταν υπό πολιορκία εκατό χιλιάδων διαδηλωτών ενάντια στον πόλεμο.
Pήξη
Δεν ήταν όμως μόνο οι διαδηλωτές που οδήγησαν σε αυτή τη ρήξη. Ενα ολόκληρο τμήμα του τουρκικού κατεστημένου ήταν αντίθετο με τον πόλεμο του Μπους ενάντια στο Ιράκ. Εβλεπαν πως υπάρχει κίνδυνος αποσταθεροποίησης ολόκληρης της περιοχής, μεγαλύτερης ριζοσπαστικοποίησης του κόσμου και ανεξέλεγκτων εξελίξεων στο κουρδικό ζήτημα. Ακόμη και οι πιο απαισιόδοξοι έχουν σήμερα ξεπεραστεί από την πραγματικότητα. Οχι μόνο 4,5 χρόνια μετά τον πόλεμο, το χάος στο Ιράκ χειροτερεύει, αλλά το κουρδικό ζήτημα έχει ξανανοίξει, με τους Κούρδους του Βόρειου Ιράκ να έχουν στα χέρια τους ένα κράτος εν κράτει.
Η προοπτική της εισβολής ή τουλάχιστον της απειλής για εισβολή του τούρκικου στρατού στο Βόρειο Ιράκ είχε “διακομματικό” χαρακτήρα στην προεκλογική περίοδο. Και οι “κεμαλιστές” και οι “ισλαμιστές” δηλώνουν την πρόθεσή τους για πόλεμο. Ολοι οι αναλυτές συμφώνησαν ότι για πρώτη φορά το θέμα διεθνούς πολιτικής που κυριάρχησε στην προεκλογική ατζέντα δεν ήταν η προοπτική ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά το Ιράκ.
Ο Ερντογάν κατάφερε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη του απλού κόσμου, αλλά όπως είδαμε η ισορροπία είναι λεπτή. Την πραγματική ελπίδα τη δίνουν τα καλά αποτελέσματα των ανεξάρτητων βουλευτών, των 23 Κούρδων που εκλέχθηκαν και των δύο αριστερών υποψηφίων που ο ένας τους θα βρίσκεται και στη Βουλή. Αρκεί να μην μείνουν σκέτα αποτελέσματα αλλά να μεταμορφωθούν σε μια πολιτική δύναμη που θα μπορεί να δώσει τις μάχες κυρίως πριν αλλά και αφού σκάσει η “φούσκα” της σταθερότητας του Ερντογάν. Οι σύντροφοι του DSIP παλεύουν γι' αυτήν την προοπτική: “Οι εκστρατείες για τους δύο ανεξάρτητους υποψήφιους της Αριστεράς στην Ισταμπούλ αντιπροσωπεύουν την ελπίδα για το χτίσιμο ενός κόμματος που θα αντιστέκεται τόσο στο νεοφιλελευθερισμό της κυβέρνησης όσο και στον εθνικισμό της επίσημης αντιπολίτευσης”.