Η Ελένη Σπαθανά, δικηγόρος, από την οργάνωση Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο-RSA, μίλησε στην Εργατική Αλληγγύη και τη Λένα Βερδέ
Το ΣτΕ ακύρωσε την ΚΥΑ με την οποία η κυβέρνηση της ΝΔ χαρακτήριζε την Τουρκία ως “ασφαλή τρίτη χώρα”. Μίλησέ μας για αυτή την απόφαση.
Κατ’ αρχάς, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι ιδιαίτερης σημασίας στην παρούσα χρονική στιγμή. Και τούτο γιατί αποτελεί την αυτονόητη και ηχηρή απάντηση της δικαιοσύνης που θέτει ένα στοπ στην πολυετή και συστηματική παραβίαση των υποχρεώσεων της χώρας μας αλλά και, κατ’ επέκταση, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συντελείται με εργαλείο την άρνηση προστασίας προσφύγων, ανθρώπων δηλαδή που δικαιούνται προστασίας γιατί βρίσκονται σε κίνδυνο και των οποίων τα αιτήματα ασύλου απορρίπτονται συλλήβδην, με την «αιτιολογία» ότι η Τουρκία είναι γι’ αυτούς «ασφαλής τρίτη χώρα» και πρέπει να «επιστραφούν» εκεί.
Υπενθυμίζουμε ότι η παραβίαση αυτή θεσμοθετήθηκε από το Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου με την υιοθέτηση το πρώτον της υπ’αριθμ. 42799/3.6.2021 αρχικής Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) του Υπουργού Μετανάστευσης και Ασύλου και του Αναπληρωτή Υπουργού Εξωτερικών -την οποία, ομοίως, οι αιτούσες οργανώσεις «Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες» και «Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο-RSA», είχαμε προσβάλλει ενώπιον του ΣτΕ- και στη συνέχεια της, ομοίου περιεχομένου, ακυρωθείσας, πλέον, υπ’ αριθμ. 538595/12.12.2023 ΚΥΑ, που «βάφτισε» αυθαίρετα ως ασφαλή χώρα την Τουρκία για πρόσφυγες προερχόμενους από την Συρία, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές. Έτσι, έθεταν τους ανθρώπους αυτούς στο περιθώριο, έκθετους, χωρίς χαρτιά και χωρίς καμία προστασία και απέρριπταν τα αιτήματά τους ενώ μάλιστα ήταν σε γνώση η επίσημη άρνηση της Τουρκίας να τους δεχθεί.
Η άμεση, λοιπόν, επίπτωση της απόφασης του ΣτΕ είναι ότι δεν θα απορρίπτονται, πλέον, ως απαράδεκτα τα αιτήματα ασύλου των αιτούντων που προέρχονται από την Συρία, το Αφγανιστάν, τη Σομαλία, το Πακιστάν και το Μπαγκλαντές, όπως συνέβαινε μέχρι και την ανακοίνωση της απόφασης του ΣτΕ, αλλά θα εξετάζονται στην ουσία τους. Υπενθυμίζουμε, δε, ότι, η Ελληνική Διοίκηση, παρότι υποχρεούνταν, ήδη από την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) της 4.10.2024 στην υπόθεση C-134/23, να μην εκδίδει απόφαση που απορρίπτει συγκεκριμένο αίτημα ασύλου ως απαράδεκτο, με βάση την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας», όταν έχει διαπιστώσει ότι δεν θα επιτραπεί στον αιτούντα άσυλο να μεταβεί στο έδαφος χώρας που έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής, συνέχιζε να απορρίπτει αιτούντες κρίνοντας τα αιτήματα ως απαράδεκτα, ενώ, επισήμως γνώριζε από το 2020 ότι η Τουρκία αρνείται την επανεισδοχή τους. Σημειώνω ότι, η ως άνω άρνηση της Τουρκίας για επανεισδοχή έχει επιβεβαιωθεί με τον πλέον επίσημο τρόπο από τις ετήσιες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Τουρκία με πλέον πρόσφατη την εκδοθείσα στις 30.10.2024. (Η ως άνω απόφαση του ΔΕΕ αφορούσε προδικαστικό ερώτημα που είχε υποβληθεί με την υπ΄αριθμ. 177/2023 προηγούμενη απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας επί της ίδιας ως άνω υπόθεσης).
Αντιστοίχως, άμεση και η επίπτωση των, συναφών με την ακυρωθείσα ΚΥΑ, αποφάσεων της ίδιας Ολομέλειας του ΣτΕ επί ατομικών αποφάσεων που επίσης ακυρώθηκαν καθώς, το ΣτΕ επαναλαμβάνοντας την κρίση του ΔΕΕ αποφάνθηκε ρητά ότι, σε κάθε περίπτωση, οι αρμόδιες υπηρεσίες, «[…]εφ’ όσον προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η Τουρκία έχει αναστείλει γενικώς την επανεισδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία στο έδαφός της από τον Μάρτιο του 2020[…]δεν δύνανται να απορρίπτουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας ως απαράδεκτες, με την αιτιολογία ότι η Τουρκία είναι ασφαλής τρίτη χώρα.[..]».
Πόσο έχει κοστίσει στους πρόσφυγες η συγκεκριμένη ΚΥΑ μέχρι σήμερα;
Σύμφωνα με την οριστική πλέον κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανατρέπεται μια, πολυετής, αυθαίρετη και καταχρηστική πρακτική των ελληνικών αρχών να απορρίπτουν, συλλήβδην, αιτήσεις ασύλου ως απαράδεκτες κατ’ εφαρμογή της ασφαλούς τρίτης χώρας, και μπαίνει ένα τέλος στην έκπτωση από τα δικαιώματα χιλιάδων αιτούντων και αιτουσών άσυλο, απαγορεύοντας, πλέον, την απόρριψή τους και υπαγορεύοντας την εξατομικευμένη εξέτασή τους σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου.
Επισημαίνουμε ότι, χιλιάδες αιτούντες άσυλο, στην συντριπτική πλειοψηφία τους prima facie/εκ πρώτοις όψεως πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων και ιδιαίτερα ευάλωτα άτομα, εγκλωβίστηκαν για χρόνια σε ένα ιδιότυπο καθεστώς περιθωρίου, εξαθλίωσης και φόβου καθώς, μετά την απόρριψη των αιτημάτων ασύλου τους λόγω αυτοματοποιημένης θεώρησης της Τουρκίας ως «ασφαλούς» γι’ αυτούς τρίτης χώρας, παρέμεναν χωρίς έγγραφα, συχνά «υπό ανοχή» στα camps, χωρίς βασικά δικαιώματα, όπως η σίτιση, η πρόσβαση στην εργασία, στην περίθαλψη αλλά και με τη μόνιμο φόβο της σύλληψης και κράτησης και βέβαια της επιστροφής τους στην Τουρκία.
Το ΣτΕ ακύρωσε την ως άνω ΚΥΑ κρίνοντας το αυτονόητο ότι, δηλαδή, «[…]δεν προκύπτει ότι για τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας για τις προαναφερθείσες κατηγορίες αλλοδαπών εκτιμήθηκαν δεόντως τα κριτήρια που τάσσονται στο άρθρο 91 του ν. 4939/2022 (άρθρο 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ). Τούτο διότι η εισήγηση με το συνημμένο Παράρτημα περιορίζεται στην παράθεση των κειμένων των διεθνών πηγών που ελήφθησαν υπόψη, χωρίς να αξιολογούνται ειδικώς οι πληροφορίες που περιέχονται στις πηγές σε σχέση με τα τασσόμενα στον νόμο κριτήρια, ώστε να τεκμηριώνεται η συνδρομή των νομίμων προϋποθέσεων για τον χαρακτηρισμό[…]».
Γιατί, βέβαια, όλες οι πληροφορίες που περιέχονται στις επίσημες εκθέσεις και αναφορές διεθνών οργανισμών, οργάνων αλλά και σε αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων-ιδίως του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου- καταγράφουν τις, συστηματικές και επί πολλά έτη, κατάφωρες παραβιάσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κράτους δικαίου στην Τουρκία, συμπεριλαμβανομένων και των δικαιωμάτων προστασίας προσφύγων και αιτούντων προστασία: επαναπροωθήσεις, απελάσεις, φυλακίσεις, υποβολή σε απάνθρωπη μεταχείριση, άρνηση καταγραφής αιτημάτων και χορήγησης εγγράφων, απουσία πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας, στην εκπαίδευση ανηλίκων, στην εργασία καθώς και συστηματικές και θεσμικές έμφυλες παραβιάσεις σε βάρος γυναικών και ΛΟΑΤΚΙ ατόμων. Συνεπώς η αξιολόγηση των πληροφοριών για την Τουρκία δεν μπορεί παρά να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν είναι ασφαλής τρίτη χώρα για τους πρόσφυγες και αιτούντες προστασία. Ήδη, δε, από το 2021, είχαμε επισημάνει ότι, η εισήγηση της Υπηρεσίας Ασύλου -που κρίθηκε με την απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ ανεπαρκής-, επικαλείται πληροφορίες, που όχι μόνο δεν στηρίζουν την κρίση των δύο Υπουργών περί της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας, αλλά οδηγούν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα.
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, και οι δυο αιτούσες την ακύρωση της ΚΥΑ οργανώσεις, το «Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες» και η «Υποστήριξη Προσφύγων στο Αιγαίο-RSA», σε κοινό δελτίο τύπου μας, θεωρούμε ότι, σύμφωνα με τον λόγο ακύρωσης στον οποίο αναφέρεται η απόφαση του ΣτΕ, δεν νοείται διαφοροποιημένη ή/και «πληρέστερη» τεκμηρίωση ή «διόρθωση» διοικητικών ή τυπικών πλημμελειών ως προς τον χαρακτηρισμό της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας, αλλά αποδεδειγμένο ζήτημα μη επαρκούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως καταδεικνύεται από τις επίσημες πηγές που παρατίθενται και που οι πρόσφατες εξελίξεις στην Τουρκία το επιβεβαιώνουν. Και η Διοίκηση οφείλει να συμμορφωθεί στην απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της χώρας. Αναμένουμε και την δημοσίευση της απόφασης του ΣτΕ με την πεποίθηση ότι θα φωτίσει ακόμα περισσότερο τις υποχρεώσεις συμμόρφωσης της Διοίκησης.
Τι σημαίνει τελικά “ασφαλής τρίτη χώρα” και ποιος ο στόχος αυτής της πολιτικής;
Η μετάθεση της ευθύνης σε άλλες, μη ασφαλείς χώρες για τους πρόσφυγες είναι βεβαίως μια παράμετρος των πολιτικών αποτροπής της ΕΕ. Επί τη βάσει αυτών των πολιτικών είχαμε τις «Συμφωνίες» με τη Λιβύη και την Κοινή Δήλωση – «Συμφωνία» των αρχηγών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και της Τουρκίας του 2016, που σηματοδότησε και συμβολίζει μια θεσμική εκτροπή, στόχος της οποίας ήταν και παραμένει ο άνευ όρων και εκτός ορίων αποκλεισμός των προσφύγων από την πρόσβαση σε έδαφος ΕΕ, ο αποκλεισμός τους, δηλαδή, από την δικαιούμενη και προβλεπόμενη προστασία. Με τη Δήλωση-«Συμφωνία» παραβιάστηκε κυνικά και υποκριτικά, η αρχή της μη επαναπροώθησης, με την έμμεση, άτυπη, πλην σαφή αναγνώριση της Τουρκίας ως χώρας ασφαλούς για τους πρόσφυγες, τους οποίους, άμα τη αφίξει τους στα ελληνικά νησιά, θέτει σε καθεστώς επιστροφής. Βεβαίως, η «Συμφωνία», δεν λειτούργησε, καθώς η Τουρκία και επίσημα αρνείται την πρόσβαση στο έδαφός της και την επιστροφή των αιτούντων άσυλο, με βάση την έννοια της «ασφαλούς τρίτης χώρας». Όμως, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναβαθμίζει και προωθεί εντατικά τα τελευταία χρόνια τις πολιτικές αποτροπής καθώς και την ομαλοποίηση και επέκταση των πολιτικών εξωτερικοποίησης, της «μετάθεσης», δηλαδή, των ευθυνών της για προστασία εκτός των συνόρων της, θέτοντας σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές και τελικά την ίδια τη δημοκρατία. Το Νέο Σύμφωνο για τη Μετανάστευση και το Άσυλο και τα νέα μέτρα μεταρρύθμισης Σένγκεν, επισφραγίζουν την θεσμοθέτηση ενός «καθεστώτος εξαίρεσης» από το κράτος δικαίου σε βάρος προσφύγων και μεταναστών
Το ΣτΕ, ωστόσο, υπενθυμίζει με την απόφασή του αυτή -όπως αντιστοίχως και το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου που ακύρωσε συναφή απόφαση για «μεταφορά» αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα, αλλά και τα Δικαστήρια της Ιταλίας που ανέτρεψαν την «μεταφορά αιτούντων άσυλο και μεταναστών» στην Αλβανία- ότι οι πολιτικές αυτές δεν μπορεί να εφαρμόζονται εκτός των αρχών του νόμου και του κράτους δικαίου. Το κράτος δικαίου δεν λειτουργεί a la carte. Και αυτή είναι η ουσία της δημοκρατίας.