Ο Φώντας Λάδης, συγγραφέας του βιβλίου ΙΟΥΛΙΑΝΑ 1965 - ΕΚΑΤΟ ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, μιλά στην Εργατική Αλληλεγγύη εξήντα χρόνια μετά.
Ποια είναι η θέση των Ιουλιανών στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας μας, στη μέση μιας πορείας που αρχίζει με το τέλος του εμφυλίου και συνεχίζεται ως σήμερα;
Στις σημαντικές ιστορικές στιγμές τα γεγονότα ξετυλίγονται συνήθως ταχύτατα, «συμπυκνωμένα». Στα Ιουλιανά, αντίθετα, η ουσιαστική εξέλιξη ήταν αργή. Η δύναμη και των δυο αντίθετων πολιτικών συνασπισμών -ουσιαστικά του λαού και των δυνάμεων που διέθετε η αντίδραση- εμφανίστηκε ισόρροπη, η εμμονή και από τις δυο μεριές φοβερή. Για δύο τουλάχιστον μήνες όλα έμοιαζαν ακίνητα, επαναλαμβανόμενα, σε μια αναπάντεχη, τυφλή προσωρινότητα. Ύστερα από το πρώτο λαϊκό ξέσπασμα και την κάθοδο, στις 19 Ιουλίου, ενός εκατομμυρίου ατόμων στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, η εικόνα έμεινε μετέωρη: Διαδηλώσεις, διαβουλεύσεις, συναλλαγές, πιέσεις, αναβλητικότητα, φαινομενική αδιαλλαξία στις αρχικές θέσεις, διακωμώδηση και κατεξευτελισμός του Παλατιού και της Βουλής, και πάλι διαδηλώσεις, συναλλαγές, διαβουλεύσεις ...
Τι ουσιαστικό «κρυβόταν» γύρω από αυτή την πολιτική σύγκρουση; Ποιες βαθύτερες διεργασίες;
Ας μην ξεχνάμε ότι η αρχή της δεκαετίας του ’60 συμπίπτει με τη σύνδεση της χώρας με την ΕΟΚ και με ορισμένες πρώτες σημαντικές επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα. Σε κείνη ακριβώς την περίοδο, οι πολιτικές αντιθέσεις, οδηγημένες σε αδιέξοδο, ήταν σε συνεχή και αυξανόμενη ασυμφωνία με τις διαγραφόμενες κοινωνικές εξελίξεις. Και η ίδια, άλλωστε, η δικτατορία ήρθε τελικά για να επιβάλει στην Ελλάδα τις θελήσεις του ξένου μονοπωλιακού κεφαλαίου, ανεξάρτητα αν αυτό το επιδίωξε με μια διπλά αντιφατική προσπάθεια, που από τη μια έφερε το αναχρονιστικό προσωπείο της «Ελλάδος Ελλήνων Χριστιανών» και από την άλλη τη στρατηγική της βίαιης καταστολής των συσσωρευμένων αντιθέσεων του πολιτικού κόσμου.
Αν και οι κεντρώες και αριστερές δυνάμεις αγωνίστηκαν σε μεγάλο βαθμό ενωμένες στα Ιουλιανά, ποια στάση τελικά κράτησε η κάθε μια από τις δυο πλευρές;
Αν εξετάσουμε την πολιτική της μόνο σε κείνη την περιορισμένη περίοδο, η ΕΔΑ πρέπει να ελεγχθεί γιατί δεν φρόντισε, παρ’ όλες τις ενδείξεις όξυνσης της σύγκρουσης, να τονώσει, μέσα από την κοινή πάλη των δημοκρατικών δυνάμεων, το αυτόνομο πρόσωπό της και την οργανωτική της ετοιμότητα, ώστε να διαφυλάξει και να υπερασπίσει τις δυνάμεις της και γενικότερα τον δημοκρατικό κόσμο εν όψει πιθανού πραξικοπήματος.
Οι δυνάμεις που κρατήθηκαν μέσα στις γραμμές της Ε.Κ και ενάντια στο Παλάτι είχαν πολύ διαφορετικούς στόχους ανάμεσά τους. Ας θυμηθούμε πόσες τάσεις εξακολουθούσαν να υπάρχουν στο «Κέντρο» μετά την «αποστασία». Μέλλοντες συνεργάτες της χούντας, δεξιά, κεντρώα, αριστερή πτέρυγα.
Καθώς οι ενδείξεις για επιβολή δικτατορίας πλήθαιναν -και ενάμιση χρόνο μετά τον Ιούλιο του 1965, ο Γ. Παπανδρέου αποφάσισε τελικά να κάνει κάποιο συμβιβασμό με το Παλάτι και τη Δεξιά. Η υποστήριξη, όμως, στην «υπηρεσιακή» κυβέρνηση του Παρασκευόπουλου (τον Δεκέμβριο του 1966) αποδείχθηκε, όπως ακριβώς είχε καταγγείλει η αριστερή πτέρυγα της Ε.Κ., νέα παγίδα του Παλατιού.
Στις 3.4.1967 η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου έπεσε. Και πάλι διαβουλεύσεις, συμβιβασμοί. Η δικτατορία, όμως, ήταν προ των πυλών. Όχι επειδή ο Γ. Παπανδρέου δεν δέχτηκε να είναι πρωθυπουργός «υπό όρους». Ούτε επειδή δεν δέχτηκε -όπως μερικοί υποστηρίζουν- να παραχωρήσει τη θέση του πρωθυπουργού σε κάποιο άλλος στέλεχος της Ε.Κ. Μακάρι να ήταν τόσο απλά τα πράγματα.
Άλλωστε, το πραξικόπημα δεν έγινε από τη «μεγάλη χούντα». Μέσα στη γενική, μακρόχρονη κρίση προσώπων και θεσμών, που μόνη αυτή οδήγησε τη χώρα στη δικτατορία, η CIA είχε βρει τρόπους και χρόνο να προωθήσει τους δικούς της εκλεκτούς.
Ποια ήταν τελικά η στρατηγική των κομμάτων που συγκρούστηκαν με το Παλάτι και τους παράγοντες που το στήριζαν;
Κανένας δεν υποστηρίζει στα σοβαρά πως η κατάσταση συνειδητά ήταν επαναστατική. Κι αυτό γιατί, παρόλο που, οι διαδηλωτές εκφράζαν την οργή τους εναντίον του Κωνσταντίνου και της Φρειδερίκης με βαρύτατους χαρακτηρισμούς, βασικά δεν έθεταν -όπως και τα κόμματα- καθεστωτικό. Δηλαδή δεν ζητούσαν αλλαγή του πολιτεύματος. αλλά αντίθετα ζητούσαν την τήρηση του συντάγματος από τον συγκεκριμένο βασιλιά. Από τη στιγμή, όμως, που εκείνος δεν το τηρούσε;
Όπως και να ερμηνεύσει κανείς τις διαθέσεις των μαζών, αναμφισβήτητο είναι πως δεν υπήρχε δυνατότητα εξαναγκασμού του Κωνσταντίνου σε σημαντική υποχώρηση, αφού ούτε η ΕΔΑ ούτε η Ε.Κ. είχαν άλλες δυνάμεις με το μέρος τους, εκτός από τους άοπλους και ουσιαστικά ανοργάνωτους διαδηλωτές. Και ενώ η Ε.Κ. μπορούσε ίσως να υπολογίζει στην υποστήριξη ορισμένων στρατιωτικών, η ΕΔΑ, με το χαμηλό ιδεολογικό-οργανωτικό της επίπεδο, δεν μπορούσε να έχει επιθετική στρατηγική, αφού δεν κατόρθωσε να έχει όπως φάνηκε άλλωστε, στη συνέχεια, ούτε καν αμυντική στρατηγική.
Στα Ιουλιανά, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με μαχητικότητα ή επαναστατικότητα του λαού;
Κανείς δεν μπορεί να πει ότι τότε η πλειοψηφία του λαού,· οι εργαζόμενοι, αγωνίστηκαν ενάντια στην αστική νομιμότητα. Αντίθετα, υπερασπίστηκαν με μαχητικό, βέβαια, τρόπο το αστικό σύνταγμα και τη λειτουργία του αστικού κοινοβουλίου από τις ωμές παραβιάσεις και τις παρεμβάσεις του Κωνσταντίνου.
Ωστόσο, η λαϊκή αγωνιστικότητα κατά την περίοδο των Ιουλιανών περιείχε κατά τη γνώμη μας, και μια παράλληλη, πολύ πιο ριζοσπαστική προοπτική. Μια προοπτική που -κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις- ξεπερνούσε τα αστικά πλαίσια και τους στόχους των συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων. Αυτό το επαναστατικό στοιχείο υπήρχε στη δυναμική των γεγονότων, των βασικών συγκρούσεων που οδήγησαν στα Ιουλιανά, στις διαθέσεις των μαζών, ανεξάρτητα από τη χαμηλή, γενικά, πολιτική συνειδητότητά τους. Από τη στιγμή που δεν συνέτειναν όλοι οι υποκειμενικοί παράγοντες, η κατάσταση σίγουρα δεν ήταν επαναστατική. Οι διαθέσεις, όμως, μιας σημαντικής μερίδας του κόσμου ήταν για μια περίοδο επαναστατικές.
Η Αριστερά, βέβαια, δεν μπορούσε απότομα να αλλάξει πρόσωπο. Ωστόσο, η γενική κατάσταση -και τα Ιουλιανά- της έδειχναν αυτή την ανάγκη. Κάτω από μια σταδιακή αλλαγή πλεύσης, τα Ιουλιανά θα μπορούσαν να γίνουν ένας σημαντικός ιστορικός κρίκος προς μια ριζική, κοινωνική αλλαγή στη χώρα μας και όχι μόνο προς μια ριζική πολιτική αλλαγή.
Είπαμε, όμως: η κριτική της Ιστορίας δέχεται πολύ φειδωλά τα «αν» και τα «εφόσον». Γεγονός είναι ότι πολλοί παράγοντες έδρασαν, ώστε στα χρόνια που ακολούθησαν να μην υλοποιηθεί αυτή η πλευρά των Ιουλιανών. Πράγμα που σημαίνει πως αυτή η προοπτική, στον βαθμό -μικρό ή μεγαλύτερο- που υπήρχε, ήταν σε αναντιστοιχία με το γενικό πολιτικό επίπεδο της εποχής. Αυτό αποδείχτηκε κι από το ότι χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να πραγματοποιηθούν απλώς οι βασικές πολιτικές θεσμικές αλλαγές που τα Ιουλιανά είχαν προαναγγείλει.
Οι εργαζόμενοι, όμως, δεν μπορούσαν να σταματήσουν τους αγώνες τους μόνο και μόνο επειδή τότε δεν υπήρχαν όλοι οι όροι της τελειότερης έκβασής τους, προς όφελος των πολιτικών και των κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων τους. Μια τέτοια αναστολή αγώνων δεν έγινε ποτέ στην ιστορία. Μέσα από τις κινητοποιήσεις, την πείρα, τα λάθη, τις ήττες και τις επιτυχίες, δημιουργούνται και οι όροι για την επίτευξη, κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία, των άμεσων και των μακροπρόθεσμων κοινωνικών στόχων των εργαζομένων.