Με την εξαίρεση, αργά το βράδυ της Παρασκευής, των τεχνολογικών προϊόντων από την Κίνα από τους «ανταποδοτικούς» δεσμούς, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχασε απλά μια ακόμα μάχη: επιβεβαίωσε την κλονισμένη θέση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Το 1971 οι «αγορές» είχαν χρειαστεί τέσσερις μήνες για να ακυρώσουν το «σοκ του Νίξον» - όπως έχει μείνει στην ιστορία η κατάργηση του «συστήματος του Μπρέτον Γούντς» που ρύθμιζε τις ισοτιμίες ανάμεσα στο δολάριο και τα άλλα νομίσματα της Δύσης, η επιβολή δασμών σε όλα τα προϊόντα που εισάγονταν στις ΗΠΑ και η επιβολή ελέγχων στις τιμές των προϊόντων μέσα στην αμερικανική αγορά. Το 2025 οι «αγορές» χρειάστηκαν μόλις δέκα μέρες για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ πρώτα να «αναστείλει» την επιβολή των γιγαντιαίων δασμών σε βάρος των περισσότερων χωρών και στη συνέχεια, ύστερα από ένα μπρα-ντε-φερ με την Κίνα που εκτίναξε μέσα σε μια εβδομάδα τους δασμούς από το 54% στο 145%, να εξαιρέσει και τις εισαγωγές υψηλής τεχνολογίας από τους δασμούς.
Την Κυριακή ο υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ Χάουαρντ Λούτνικ υποστήριξε ότι η εξαίρεση είναι προσωρινή: τα κινητά τηλέφωνα, οι φορητοί υπολογιστές, οι οθόνες τηλεόρασης, οι ημιαγωγοί και τα άλλα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, είπε, θα ενταχθούν πολύ γρήγορα σε ένα ιδιαίτερο δασμολογικό καθεστώς. Ο Λούτνικ έδωσε έναν χρονικό ορίζοντα ενός περίπου μήνα για αυτή τη ρύθμιση.
Και η «αναστολή» των δασμών προς την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις άλλες βιομηχανικές χώρες είναι προσωρινή (90 ημερών) σύμφωνα με τον Τραμπ. Αφορά, υποτίθεται, στις χώρες μόνο που επεδίωξαν να έρθουν σε κάποια διμερή συμφωνία με τις ΗΠΑ και έχει σαν στόχο να εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο για αυτές τις διαπραγματεύσεις. Η δημοσιοποίηση του καταλόγου με τους «ανταποδοτικούς» δασμούς, λένε οι υποστηρικτές του Τραμπ, ήταν ένας ελιγμός, ένα «κόλπο» που έχει σαν στόχο την απόσπαση ανταλλαγμάτων -και οικονομικών και γεωστρατηγικών- από τους εταίρους του.
Μπούμερανγκ
Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ο στόχος όλης αυτής της φιλολογίας περί «μπλόφας», «κόλπων» και «ελιγμών» δεν είναι παρά μια απεγνωσμένη προσπάθεια συγκάλυψης του φιάσκου. Γιατί, όπως και το 1971 επί Νίξον έτσι και τώρα ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Τραμπ ενάντια σε εχθρούς και φίλους έχει γυρίσει μπούμερανγκ.
Η πρώτη και η πιο άμεση συνέπεια της επιβολής των «ανταποδοτικών» δασμών ήταν η ραγδαία πτώση των χρηματιστηρίων. Ο Τραμπ κήρυξε την έναρξη του νέου του εμπορικού πολέμου το απόγευμα της Τετάρτης 2 Απριλίου, όταν τα αμερικανικά χρηματιστήρια ήταν κλειστά. Το επόμενο πρωί άνοιξαν με μεγάλες πτώσεις. Το αμερικανικό κανάλι NPR περιέγραφε με αυτά τα λόγια το τι ακολούθησε:
«Πρόκειται για λουτρό αίματος. Τα αμερικανικά χρηματιστήρια έχασαν τρισεκατομμύρια δολάρια. Ο δείκτης Dow Jones έπεσε σχεδόν 1700 μονάδες κάτω. Ο δείκτης της υψηλής τεχνολογίας Nasdaq όπως και ο δείκτης SP500, που παρακολουθεί τις μεγαλύτερες αμερικανικές επιχειρήσεις έπεσαν, ποσοστιαία, ακόμα περισσότερο… Είναι το μεγαλύτερο ξεπούλημα από την εποχή της πανδημίας…».
Υπήρχαν δυο λόγοι πίσω από αυτόν τον πανικό. Ο πρώτος ήταν η απειλή της ύφεσης. Η τράπεζα επενδύσεων JP Morgan κατέβασε τις εκτιμήσεις της για την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας μέσα στο 2025 από το 1,3% στο μείον 0,3% - από την μεγέθυνση στην σμίκρυνση δηλαδή. Ο Τζον Γουίλιαμς, ο διοικητής της FED της Νέας Υόρκης υπολόγισε ότι ο πληθωρισμός θα εκτιναχθεί στο 4% φέτος, χάρη στους δασμούς του Τραμπ. Ο Λάρι Σάμερς, ο διάσημος οικονομολόγος και πρώην υπουργός Οικονομικών του Ομπάμα, δήλωσε ότι η επιβολή των «ανταποδοτικών» δασμών ήταν ένα σοβαρό λάθος το οποίο θα έχει ολέθριες συνέπειες για την αμερικανική οικονομία.
Ο δεύτερος λόγος ήταν πολύ πιο άμεσος: οι αμερικανικές επιχειρήσεις είναι εξαρτημένες από τις εισαγωγές – και ιδιαίτερα εξαρτημένες κυρίως από την Κίνα αλλά και πολλές άλλες χώρες της ανατολικής Ασίας. Η Nike, για παράδειγμα, η διάσημη αμερικανική πολυεθνική, παράγει τον μεγαλύτερο όγκο των αθλητικών της παπουτσιών στο Βιετνάμ. Σύμφωνα με την εφημερίδα Financial Times «η Nike άρχισε να παράγει στο Βιετνάμ το 1995 μέσω πέντε συμβεβλημένων εργοστασίων παραγωγής παπουτσιών. Ήταν ένας από τους πρώτους ξένους επενδυτές του Βιετνάμ. Τώρα έχει 130 συμβεβλημένα εργοστάσια τα οποία παράγουν παπούτσια, ρούχα και αθλητικό εξοπλισμό και η χώρα αντιπροσωπεύει το 50% της παγκόσμιας παραγωγής παπουτσιών της».
Ακόμα πιο χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Apple, μιας από τις μεγαλύτερες αμερικανικές τεχνολογικές εταιρίες των ΗΠΑ. «Οι αναλυτές», γράφει η Financial Times, «εκτιμούν ότι το 80% περίπου των iPhones παράγονται στην Κίνα παρά τις προσπάθειες που έχει κάνει η εταιρία να επεκτείνει την παραγωγή σε χώρες όπως η Ινδία… Η πλειοψηφία των iPhone παράγεται στο γιγάντιο βιομηχανικό συγκρότημα της Foxconn στο Τσεντσόου». Η χρηματιστηριακή αξία της Apple υποχώρησε σχεδόν 700 δισεκατομμύρια μέσα σε λίγες μέρες μετά την ανακοίνωση των δασμών του Τραμπ.
Χαριστική βολή
Η χαριστική βολή, όμως, για τους «ανταποδοτικούς» δασμούς του Τραμπ ήρθε από την αγορά των ομολόγων. Τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου λειτουργούν εδώ και πολλές δεκαετίες σαν το πιο ασφαλές «καταφύγιο έκτακτης ανάγκης» για τους επενδυτές όχι μόνο στις ίδιες τις ΗΠΑ αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Παραδοσιακά οι επενδυτές στρέφονταν στις αγορές των αμερικανικών ομολόγων κάθε φορά που η παγκόσμια οικονομία απειλείται από την ύφεση, ταλαντεύονται τα χρηματιστήρια ή διαταράσσονται οι παγκόσμιες ισορροπίες. Αυτή τη φορά, όμως, μαζί με τις αμερικανικές μετοχές, οι επενδυτές άρχισαν να ξεπουλάνε και τα αμερικανικά ομόλογα. Τα επιτόκια των αμερικανικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά ανέβηκαν και το δολάριο άρχισε να πέφτει.
Η κρίση στην αγορά των ομολόγων αυξάνει το κόστος δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου και -ακόμα χειρότερα- υπονομεύει ακόμα και την ίδια του τη δυνατότητα να δανείζεται απεριόριστα από τις διεθνείς αγορές.
Η υποχώρηση ήταν πλέον μονόδρομος για τον Τραμπ. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ο εμπορικός πόλεμος έχει λήξει οριστικά. Ο Τραμπ είναι βέβαιο ότι δεν θα παραιτηθεί τόσο εύκολα από την ατζέντα του. Αλλά τα πολιτικά περιθώριά του έχουν στενέψει πλέον σημαντικά.
Η Κίνα –όπως και πολλές ακόμα χώρες που έχουν μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ- επενδύει συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια ένα μεγάλο μέρος αυτού του πλεονάσματος σε ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Στην πράξη, όπως εξήγησε ο Λάρι Σάμερς, αυτή η «αμερικανική ιδιαιτερότητα» -το γεγονός δηλαδή ότι τα ομόλογα των ΗΠΑ θεωρούνται το πιο ασφαλές καταφύγιο- έχει δώσει στις ΗΠΑ τη δυνατότητα να εισάγουν ότι «τραβάει η ψυχή τους» από την Κίνα πληρώνοντας με «χαρτάκια» - με ομόλογα μέσω των οποίων το αμερικανικό δημόσιο υπόσχεται ότι πχ σε δέκα, είκοσι ή τριάντα χρόνια θα πληρώσει το αντίτιμο και τους τόκους (σε δολάρια φυσικά).
Η Κίνα έχει σήμερα στα «θησαυροφυλάκιά της» ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου αξίας πάνω από 760 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Κάποιοι υποπτεύονται ότι πίσω από την κρίση στην αγορά των ομολόγων κρύβεται το Πεκίνο – που άρχισε να τα ξεφορτώνεται μαζικά σαν απάντηση στους δασμούς του Τραμπ. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μια πολύ επικίνδυνη κλιμάκωση στον «νέο ψυχρό πόλεμο» που μαίνεται ανάμεσα στις δυο χώρες. Και ένα κίνδυνο όχι μόνο για την παγκόσμια οικονομία αλλά και την ίδια την παγκόσμια ειρήνη.