«Η επιχείρηση τελείωσε! Ο ασθενής έζησε και θεραπεύεται. Η πρόγνωση είναι ότι ο ασθενής θα είναι πολύ πιο δυνατός. μεγαλύτερος, καλύτερος και πιο ανθεκτικός από ποτέ. Κάντε την Αμερική μεγάλη ξανά!!!» έγραψε στο Truth Social ο Ντόναλντ Τράμπ (θυμίζοντας τον δικτάτορα Παπαδόπουλο) αμέσως μετά την επιβολή δασμών από 10% έως 50% στις εισαγωγές 185 χωρών, και στην Ευρωπαϊκή Ένωση και πάτησε το κουμπί για να ξεκινήσει ένα δασμολογικό τρενάκι τρόμου. Από τον Κήπο των Ρόδων του Λευκού Οίκου, ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε λόγο για «ημέρα απελευθέρωσης».
Ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς για να κάνει την “Αμερική μεγάλη ξανά”. Αυτό σηματοδοτεί μία ρήξη με την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού με την οποία οι ΗΠΑ προσπάθησαν να γκρεμίσουν τα εμπόδια για το εμπόριο.
Iστορικά, ορισμένοι σοσιαλιστές αντιμετώπισαν τους δασμούς ως ένα μέσο για να προστατεύσουν την εγχώρια βιομηχανία προς όφελος των εργατών. Άλλοι καλωσόρισαν το ελεύθερο εμπόριο σαν ένα μέσο που υπονομεύει τα καταπιεστικά κράτη.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αρνήθηκαν να αποδεχτούν ότι είτε οι δασμοί είτε το ελεύθερο εμπόριο μπορούν να λειτουργήσουν προς το συμφέρον των εργατών. Το 1845 ο Ένγκελς έγραφε: «Δεν έχουμε καμία πρόθεση να υπερασπιστούμε τους προστατευτικούς δασμούς παραπάνω από το ελεύθερο εμπόριο, αλλά αντιθέτως έχουμε κάθε πρόθεση να ασκήσουμε κριτική και στα δύο συστήματα από την δική μας οπτική».
Αυτή η οπτική εστιάζει στα ανεξάρτητα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αλλά δεν πρέπει να μείνουμε ουδέτεροι στην συζήτηση ανάμεσα στους υποστηρικτές του προστατευτισμού και αυτούς του ελεύθερου εμπορίου.
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ήταν ενεργοί σοσιαλιστές το 1840 στην Αγγλία. Εκείνη την περίοδο οι νόμοι των σιτηρών επέβαλαν δασμούς στα φθηνά εισαγόμενα σιτηρά, από το 1815 έως το 1846, με σκοπό να αυξηθεί η τιμή πώλησης των βρετανικών σιτηρών. Αυτό αποδείχθηκε ευεργετικό για τους γαιοκτήμονες. Το κόστος διατροφής αυξήθηκε και οι γαιοκτήμονες πλούτισαν.
Ο Μαρξ στο έργο του "Για το ζήτημα του ελεύθερου εμπορίου" το οποίο παρουσίασε στο Δημοκρατικό Σύνδεσμο των Βρυξελλών το 1847 και ο Ένγκελς (που προλογίζει το συγκεκριμένο έργο) υποστήριξαν την κατάργηση των Νόμων των Σιτηρών. Αλλά κατάλαβαν ότι το ελεύθερο εμπόριο μεταφράζεται στην ελευθερία του κεφαλαίου να τσακίσει τους εργάτες. «Με τον όρο Ελεύθερο Εμπόριο οι υπερασπιστές του εννοούν την αδέσμευτη κίνηση του κεφαλαίου, απελευθερωμένο από κάθε εμπόδιο πολιτικό, εθνικό και θρησκευτικό».
Ο Μαρξ και ο Ένγκελς ακολούθησαν την ίδια προσέγγιση και όσον αφορά τους δασμούς κάτω από το πρίσμα ότι οι δασμοί ήταν ένα οικονομικό όπλο που επιστράτευε το κράτος. «Το σύστημα των προστατευτικών δασμών τοποθετεί στα χέρια του κεφαλαίου μίας χώρας τα όπλα που του επιτρέπουν να αψηφήσει το κεφάλαιο άλλων χωρών» έγραφαν.
Αυτή η ανάλυση είναι ζωτικής σημασίας για να απαντήσουμε στους δασμολογικούς πολέμους του Τραμπ. Ο Τραμπ προωθεί τους δασμούς σαν έναν μέσο για να κυριαρχήσει σε πιο αδύναμες οικονομίες, για να αυξήσει τα έσοδα και να ανακτήσει την βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ.
Ορισμένα συνδικάτα στις ΗΠΑ συμφωνούν ότι οι δασμοί θα προστατεύσουν τις δουλειές από τον ξένο ανταγωνισμό. Αλλά είναι πιθανότερο οι δασμοί να χειροτερεύσουν το επίπεδο ζωής της εργατικής τάξης.
Οι εμπορικοί πόλεμοι θα έχουν αποτέλεσμα την επιβράδυνση της ανάπτυξης, υψηλότερο πληθωρισμό και τον κίνδυνο η πτωτική ζήτηση για αμερικάνικα προϊόντα στο εξωτερικό να οδηγήσουν σε υψηλότερη ανεργία.
Τη δεκαετία του 1930, οι προστατευτικοί εμπορικοί πόλεμοι οδήγησαν σε πραγματικούς πολέμους. Σήμερα σε μία ασταθή διεθνή κατάσταση η κλιμάκωση των εμπορικών πολέμων από τον Τραμπ καθρεφτίζει την φθίνουσα πορεία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού αλλά μετατρέπει και σε έναν πραγματικό κίνδυνο μία πολεμική σύγκρουση με την Κίνα.
Ο Προστατευτισμός επίσης δένει τους εργάτες με τα αφεντικά. Ο Μαρξ εξηγούσε ότι ο προστατευτισμός λέει στους εργάτες «είναι προτιμότερο να σε εκμεταλλεύονται τα ντόπια αφεντικά αντί οι ξένοι».
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το ελεύθερο εμπόριο είναι η απάντηση. Οι εργάτες στις ΗΠΑ έχουν ζήσει την πτώση του βιοτικού επιπέδου τους κατά την διάρκεια της περιόδου της «παγκοσμιοποίησης» και των συμφωνιών «ελεύθερου εμπορίου» που εφάρμοσαν οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις από την δεκαετία του 1980.
Οι συμφωνίες «ελεύθερου εμπορίου» σχεδιάστηκαν για να ωφελήσουν τις αμερικάνικες εταιρείες, σαν μοχλοί πίεσης στις οικονομίες άλλων χωρών σε επενδύσεις και υπηρεσίες. Επιτρέπουν την ελεύθερη κίνηση του κεφάλαιού πέρα από τα σύνορα, αλλά όχι την ελεύθερη κίνηση της εργασίας.
Ούτε ο προστατευτισμός ούτε το ελεύθερο εμπόριο θα λύσει την οικονομική κρίση του καπιταλισμού. Όπως έγραφε ο μαρξιστής οικονομολόγος Ρούντολφ Χίλφερντιγκ η λύση δεν βρίσκεται «ούτε στον προστατευτισμό, ούτε στο ελεύθερο εμπόριο, αλλά στον σοσιαλισμό, την οργάνωση της παραγωγής, τον συνειδητό έλεγχο της οικονομίας όχι από και προς όφελος των καπιταλιστών αλλά από και για το σύνολο της κοινωνίας».