Οικονομία και πολιτική
Η κατάντια των «θεσμών» με αφορμή το ΚΥΣΕΑ: Καθρέφτης του συστήματος που τους γεννά

Τον τελευταίο καιρό έχει ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση (και μέσα στην Αριστερά) για τους περίφημους «θεσμούς» και τη λειτουργία τους, γιατί «δεν τους εμπιστεύεται ο κόσμος» και πώς μπορεί «να αποκατασταθεί ξανά» αυτή η εμπιστοσύνη.

Ένα πρόσφατο παράδειγμα, που δεν σχολιάστηκε ιδιαίτερα, αλλά είναι ενδεικτικό «θεσμικής λειτουργίας», είναι η διαδικασία της τοποθέτησης από το ΚΥΣΕΑ του Τρύφωνα  Κοντιζά (ενός εκ των πρωταγωνιστών της επιχείρησης που οδήγησε πάνω από 650 πρόσφυγες στον πάτο της θάλασσας στην Πύλο και ενός εκ των οκτώ ανώτατων αξιωματικών του Λιμενικού που ο Συνήγορος του Πολίτη (ΣτΠ) κρίνει ως ελεγκτέους για βαρύτατα κακουργήματα) στη θέση του αρχηγού του Λιμενικού. 

Πέρα από επίσημη κυβερνητική συγκάλυψη του εγκλήματος, αποτελεί και μια κραυγαλέα περίπτωση της κατάντιας των «θεσμών». Το ΚΥΣΕΑ (που συνήθως η σύγκλησή του ανακοινώνεται με τυμπανοκρουσίες) συνεδρίασε «στα μουλωχτά» το Σάββατο 29 Μαρτίου, αλλά από την προηγούμενη μέρα, όπως έγραψε η Εφημερίδα των Συντακτών, «σε πολλές ιστοσελίδες, ακόμα και λιμενικές, ανακοινωνόταν το όνομα του νέου αρχηγού, λέγοντας μάλιστα ότι το ΚΥΣΕΑ έγινε την Παρασκευή», μέρα που ο πρωθυπουργός, που είναι πρόεδρος του ΚΥΣΕΑ, βρισκόταν …στο Παρίσι! Κυριολεκτικό μπάχαλο «δημοκρατικής» λειτουργίας του «θεσμού»…

Αν πάμε μερικές δεκαετίες πίσω, το ΚΥΣΕΑ (Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικής πολιτικής και Άμυνας) ιδρύθηκε στις 2 Ιούλη 1982 από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου σαν ένα νέο θεσμικό όργανο στα πλαίσια του «εκδημοκρατισμού» του κρατικού μηχανισμού. Σκοπός του ήταν να μην αφήνονται τα γραφειοκρατικά επιτελεία των στρατοκρατών και των σωμάτων ασφαλείας να αποφασίζουν μυστικά και ανεξέλεγκτα, αλλά να είναι υπόλογα τουλάχιστον στην εκλεγμένη κυβέρνηση. 

Εργαλείο

Όλα αυτά, βέβαια, ούτε κατά διάνοια σημαίνουν ότι στα πάνω από 40 χρόνια που μεσολάβησαν από την ίδρυσή του, το ΚΥΣΕΑ έπαιζε κάποιο «προοδευτικό» ρόλο. Πολύ περισσότερο μετά το 2019 που ο Μητσοτάκης, αφού το μετονόμασε σε Κυβερνητικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το χρησιμοποιεί συστηματικά σαν εργαλείο για κάθε πολεμοκάπηλη ή ρατσιστική επίθεσή του, από τον Έβρο και την «απόκρουση της προσφυγικής απειλής» μέχρι την επιβράβευση των δολοφόνων της Πύλου. Είναι, όμως, δείγμα της κατάντιας των «θεσμών» και γιατί όλο και περισσότερος κόσμος δεν τους εμπιστεύεται, έστω κι αν κάποιοι από αυτούς δημιουργήθηκαν κάποτε με «καλές προθέσεις» ή ακόμα και κάτω από την πίεση για «περισσότερη δημοκρατία».

Το παράδειγμα του ΚΥΣΕΑ δεν είναι το μόνο, ούτε το σημαντικότερο, για την κατρακύλα των «θεσμών» και την «κρίση εμπιστοσύνης» σε αυτούς. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς για τον πρόσφατο βίο και πολιτεία των «θεσμών»; Το όργιο της συγκάλυψης για το έγκλημα των Τεμπών που απλώνεται από τα έδρανα του κοινοβουλίου μέχρι τις παλινωδίες του ΕΟΔΑΣΑΑΜ; Τα παπαγαλάκια της κυβέρνησης στην μεγάλη πλειοψηφία των ΜΜΕ που συναγωνίζονται στα πάνελ ποιος θα γλύψει περισσότερο τον Μητσοτάκη; Τις Ανεξάρτητες Αρχές (όπως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, την Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών, τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, το ΑΣΕΠ κ.ά) που υποτίθεται ότι η αποστολή τους «έγκειται είτε στη ρύθμιση της άσκησης ενός συνταγματικού δικαιώματος, είτε στην άσκηση εποπτείας σε μεγάλους τομείς της διοικητικής δράσης κλπ», αλλά κατά κανόνα παίζουν ρόλο νομιμοποίησης των επιλογών της κυβέρνησης; (Κι αν κάποιες φορές τα πορίσματά τους έρχονται σε αντίθεση με την κυβερνητική πολιτική απλά αγνοούνται και κατασυκοφαντούνται, όπως με το πόρισμα του Συνήγορου του Πολίτη για την Πύλο ή το πόρισμα της ΑΔΑΕ για τις υποκλοπές παλιότερα). 

Ποια εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία, την υποτιθέμενη κορωνίδα των ανεξάρτητων «θεσμών», που προσφέρει κάλυψη σε κάθε έγκλημα της κυβέρνησης και των αφεντικών, την ώρα που κυνηγάει με το δίκανο τους απεργούς και τη νεολαία; Και να μην ξεχνάμε και τους ιεράρχες της Εκκλησίας που φροντίζουν να εξωραΐσουν κάθε κυβερνητική σεξιστική (κι όχι μόνο) επίθεση με μπόλικη δόση θρησκευτικής οπισθοδρομικότητας. 

Ποια μπορεί και πρέπει να είναι η απάντηση της Αριστεράς στην «κρίση των Θεσμών»; Σε μια ημερίδα που διοργάνωσε το Ίδρυμα Αλέξη Τσίπρα τον Φλεβάρη (με αφορμή μια δημοσκόπηση όπου μόλις 24% δήλωνε εμπιστοσύνη στη δικαστική εξουσία) όλη η συζήτηση από τους ομιλητές περιστράφηκε γύρω από την ανάγκη η Αριστερά να πάρει πρωτοβουλίες για μεταρρυθμίσεις ώστε «να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς»,  όπως είπε ο ίδιος ο Τσίπρας. Είναι μια απάντηση στην εντελώς λάθος κατεύθυνση.

Η «κρίση εμπιστοσύνης στους θεσμούς» είναι αποτέλεσμα δυο εξελίξεων: της κλιμάκωσης της πολύπλευρης κρίσης ενός καταστροφικού καπιταλισμού που διαλύει τις ζωές μας και της εμπειρίας από τους αγώνες που δίνει η εργατική τάξη και η νεολαία ενάντια στις κυβερνήσεις, σαν της Νέας Δημοκρατίας, που το υπηρετούν. Σε εποχές σαν κι αυτήν «κάθε τι σταθερό διαλύεται μέσα στον άνεμο», έλεγε ο Μαρξ. 

Εποικοδόμημα

Οι «θεσμοί» δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από αυτό που ο Μαρξ ονόμασε «εποικοδόμημα» σε μια ταξική κοινωνία. Το 1857, στον πρόλογο του βιβλίου του ‘Εισαγωγή στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας’ έγραφε ότι: «Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους οι άνθρωποι εισέρχονται σε συγκεκριμένες σχέσεις οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τη θέλησή τους, σχέσεις παραγωγής που ανταποκρίνονται σε ένα δεδομένο στάδιο των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Το σύνολο αυτών των σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την πραγματική βάση πάνω στην οποία ορθώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα».

Κάθε εκμεταλλευτική άρχουσα τάξη, ακριβώς επειδή είναι μειοψηφία μέσα στην κοινωνία, έχει ανάγκη για τη διατήρηση της εξουσίας της πρώτα και κύρια ένα κράτος που στηρίζεται στους ένοπλους μηχανισμούς άμεσης φυσικής καταστολής (τον στρατό, την αστυνομία κλπ) απέναντι στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να επιβιώσει ούτε λεπτό.

Όμως, ταυτόχρονα δημιουργεί κι ένα ολόκληρο δίκτυο μη-παραγωγικών σχέσεων, τους «θεσμούς», για να διασφαλίσει την προνομιούχα θέση που έχει καταλάβει. Επιστρατεύοντας αυτά τα πολιτικά, νομικά, ιδεολογικά, διοικητικά, θρησκευτικά μέσα επιδιώκει να επιβάλλει την ιδεολογική κυριαρχία της και όσο μπορεί να κερδίσει τη «συναίνεση» της πλειοψηφίας της κοινωνίας (της «κοινωνίας των πολιτών», όπως έλεγε ο ιταλός επαναστάτης Αντόνιο Γκράμσι). Μπορεί κάποιους από αυτούς τους «θεσμούς» να αναγκάστηκε να τους δημιουργήσει ακόμα και κάτω από την πίεση των διεκδικήσεων και των αγώνων των «από κάτω», όπως για παράδειγμα το ίδιο το κοινοβούλιο. Παρόλα αυτά, δεν παύει να ισχύει ότι αποτελούν ένα μη-οικονομικό θεσμικό «εποικοδόμημα» που στόχο έχει να προστατεύσει τη πηγή των προνομίων της άρχουσας τάξης στην οικονομική «βάση».

Όλα αυτά δεν συνεπάγονται ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα για το εργατικό κίνημα να ασκήσει με επιτυχία πιέσεις ακόμα και σε θεσμούς όπως η αστική «Δικαιοσύνη» –το παράδειγμα της καταδίκης της ναζιστικής Χρυσής Αυγής στα δικαστήρια σαν εγκληματική οργάνωση είναι χαρακτηριστικό. Όμως, αυτό δεν έγινε (μόνο) με νομικές παρεμβάσεις, αλλά κύρια με την οργάνωση ενός μαζικού ενιαιομετωπικού αντιρατσιστικού-αντιφασιστικού κινήματος στους δρόμους, στις γειτονιές, στις σχολές και στα εργατικά συνδικάτα.

Καθήκον της Αριστεράς, σε μια εποχή καταστροφικού καπιταλισμού και βαθιάς πολιτικής κρίσης όπου οι θεσμοί του αστικού κράτους καταρρακώνονται ο ένας μετά τον άλλο στα μάτια του κόσμου που αντιστέκεται και παλεύει, δεν είναι να ψάχνει να βρει μεταρρυθμιστικά μπαλώματα για την «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης» σε αυτούς, αφήνοντας τον Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του να φυτοζωεί και την ακροδεξιά να σπεκουλάρει «αντισυστημικά». 

Μπορούμε, στον αγώνα μας για μια καλύτερη κοινωνία, να εμπιστευτούμε τους «θεσμούς της Δημοκρατίας»; Η απάντηση είναι κατηγορηματικά όχι. Η απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τα δεινά και τα δεσμά του καπιταλισμού δεν μπορεί να στηριχτεί ούτε στις εκλογές, ούτε στο κοινοβούλιο, ούτε στο Σύνταγμα, ούτε στους νόμους και τα Δικαστήρια. Παλεύουμε για δημοκρατικές κατακτήσεις, αλλά τις εντάσσουμε στη στρατηγική της εργατικής επανάστασης που θα τσακίσει την εξουσία των καπιταλιστών.

Χρειάζεται να στραφούμε στον Λένιν και στο «Κράτος και Επανάσταση» που προτείνει ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εργατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή και σε όλη την κοινωνία, που οδηγεί στην ουσία στην «απονέκρωση» του κράτους και των θεσμών του: «Οι εργάτες μετά την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας θα συντρίψουν τον παλιό γραφειοκρατικό μηχανισμό, θα τον τσακίσουν συθέμελα, δεν θα αφήσουν απ’ αυτόν πέτρα πάνω στην πέτρα, θα τον αντικαταστήσουν με ένα νέο μηχανισμό, που θα αποτελείται από τους ίδιους του εργάτες και τους υπαλλήλους και, για να μην μεταβληθούν σε γραφειοκράτες, δεν θα είναι μόνο αιρετοί αλλά και ανακλητοί οποιαδήποτε στιγμή. Η αμοιβή τους δεν θα είναι μεγαλύτερη από το μισθό ενός εργάτη. Όλοι θα εκτελούν χρέη ελέγχου και εποπτείας, όλοι για ένα διάστημα θα γίνουν ‘γραφειοκράτες’ και γι’ αυτό κανένας δεν θα μπορεί να γίνει γραφειοκράτης».