Το αλφαβητάρι του Μαρξισμού: Δ όπως Διαλεκτική

Το 1905 ο Άλμπερτ Αϊνστάιν έφερε κυριολεκτικά τα πάνω-κάτω στην επιστήμη, με την δημοσίευση της θεωρίας της σχετικότητας. Οι “νόμοι του Νεύτωνα” -πάνω στους οποίους είχε στηριχτεί όλη η μέχρι τότε ανάπτυξη της φυσικής και της μηχανικής ανατράπηκαν. Ανατράπηκαν; Όχι ακριβώς. Αυτό που έλεγε η καινούργια θεωρία ήταν ότι οι νόμοι, έτσι όπως τους είχε εκφράσει ο Νεύτων έπαυαν να ισχύουν όταν οι ταχύτητες πλησίαζαν στην ταχύτητα του φωτός. Για αντικείμενα που κινούνται αργά, οι εξισώσεις του Αϊνστάιν και οι εξισώσεις του Νεύτωνα καταλήγουν στα ίδια αποτελέσματα. Η θεωρία της σχετικότητας δεν ανέτρεψε τις παλιές θεωρίες. Τις ξεπέρασε.

Το ίδιο ακριβώς μπορεί να πει κανείς για την διαλεκτική, την “λογική” που διαπερνάει το έργο του Μαρξ και του Ένγκελς. Η διαλεκτική ξεπέρασε τις βασικές αρχές της τυπικής λογικής που μας έχει κληροδοτήσει πριν από δυο περίπου χιλιετίες ο Αριστοτέλης.

Το πρώτο αξίωμα της Αριστοτέλειας λογικής είναι η “αρχή της ταυτότητας”. Κάθε έννοια, έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι πάντα ίση, ταυτίζεται, με τον εαυτό της. Ο Ιλισός ποταμός είναι πάντα ο Ιλισός ποταμός. Και ο ποταμός που έχουμε μπροστά μας είτε είναι ο Ιλισός είτε δεν είναι. Τελεία και παύλα.

Είναι, όμως, έτσι; Ένας ποταμός είναι ένα ζωντανό πράγμα. Το νερό κυλάει συνεχώς, δεν είναι ποτέ το ίδιο. Μέσα στο νερό ζουν (σε φυσιολογικές συνθήκες) ψάρια, φυτά, μικροοργανισμοί. Και αυτοί αλλάζουν συνεχώς -γεννιούνται νέοι, μεγαλώνουν και πεθαίνουν. Ένα ποτάμι “είναι πάντα” αλλά και “δεν είναι και ποτέ” ο εαυτός του. Μόνο αν παγώσουμε τον χρόνο είναι ακριβείς οι αρχές του Αριστοτέλη. Όπως ακριβώς και οι νόμοι του Νεύτωνα.

Οι αμφισβητήσεις υπήρχαν ήδη από την εποχή της αρχαιότητας: “Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο ποτάμι για δεύτερη φορά” έλεγε ο Ηράκλειτος -που δίκαια μπορεί να αναγορευθεί στον “παππού” της διαλεκτικής. Η μεγάλη ανατροπή, όμως, ήρθε -καθόλου τυχαία- την εποχή της γαλλικής επανάστασης, την εποχή που ο πολιτικός χρόνος, που είχε παγώσει για αιώνες, πήρε κυριολεκτικά φωτιά, με τις φιλοσοφικές ιδέες του Χέγκελ.

Ο Μαρξ δανείστηκε τη διαλεκτική του Χέγκελ -αφού όμως την γύρισε, όπως έλεγε ο ίδιος, πρώτα ανάποδα, έτσι ώστε να “στέκει πραγματικά με τα πόδια κάτω και το κεφάλι πάνω”. Στην διαλεκτική του Χέγκελ το υποκείμενο της Ιστορίας ήταν ο Θεός. Για τον Μαρξ, αντίθετα, “την ιστορία την κάνουν οι άνθρωποι” -ακόμα και αν την κάνουν μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι δεν έχουν επιλέξει.

Ο Μαρξ δεν κατάφερε ποτέ να γράψει μια “Λογική”, όπως ήθελε. Το έργο το ανέλαβε ο Ένγκελς -το αποτέλεσμα είναι το βιβλίο του “Η διαλεκτική της Φύσης”, ένα έργο που, παρά την ηλικία του και το γεγονός ότι έμεινε ημιτελές, εξακολουθεί να είναι εξαιρετικά πολύτιμο.

Ο Ένγκελς κωδικοποίησε τις αρχές της διαλεκτικής σε τρεις νόμους -το νόμο της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα, το νόμο της αλληλοδιείσδυσης των αντιθέτων και το νόμο της άρνησης της άρνησης.

“Τα πάντα ρει”

Τι σημαίνουν αυτοί οι νόμοι; Πρώτον τίποτα δεν είναι στατικό. “Τα πάντα ρει” για να θυμηθούμε ξανά τον Ηράκλειτο. Τίποτα δεν υπήρχε “από πάντα” και τίποτα δεν θα υπάρχει για πάντα. Ο Ένγκελς θυμίζει τις θεωρίες του Δαρβίνου για να δείξει ότι ούτε τα είδη υπήρχαν πάντα. Σήμερα ξέρουμε ότι ούτε καν το Σύμπαν δεν είναι σταθερό.

Αυτό που αναγκάζει τα πάντα σε αυτή την συνεχή κίνηση δεν είναι κάποια πίεση από τα έξω αλλά οι ίδιες οι αντιθέσεις που ενυπάρχουν -που “αλληλοδιεισδύουν”- στο εσωτερικό τους. Η Γαλλική Επανάσταση δεν έπεσε από τον ουρανό: ήταν το αποτέλεσμα των ανταγωνισμών των τάξεων που η ίδια η φεουδαρχική κοινωνία είχε δημιουργήσει. Η ενότητα των αντιθέτων, την οποία αντιπαραθέτει η Διαλεκτική στην “αρχή της ταυτότητας” του Αριστοτέλη δεν σημαίνει ειρηνική συνύπαρξη: είναι μια ωρολογιακή βόμβα που αργά ή γρήγορα φτάνει στην έκρηξη. Αυτό είναι και το νόημα του νόμου “της μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα”. Οι αλλαγές στον συσχετισμό των δυνάμεων ανάμεσα στα αντιθέτα μεταφράζεται σε ριζικές αλλαγές όταν οι αντιθέσεις “ωριμάσουν”: η ιστορία, με άλλα λόγια, δεν μεταβάλλεται γραμμικά και ειρηνικά. Αλλάζει με άλματα, με επαναστάσεις.

Το αποτέλεσμα αυτών των επαναστάσεων δεν είναι ποτέ απλά και μόνο η επικράτηση της μιας πλευράς απέναντι στην άλλη. Το αποτέλεσμα είναι μια νέα κοινωνία που “αρνείται” και τον ίδιο τον “αρνητή”: με την επανάσταση η εργατική τάξη δεν αλλάζει μόνο την κοινωνία, αλλάζει και τον ίδιο της τον εαυτό. Η εργατική επανάσταση δεν θα φτιάξει μια νέα ταξική, εκμεταλλευτική κοινωνία, όπου οι εργάτες θα είναι απλά τα νέα αφεντικά, αλλά μια κοινωνία πραγματικής ισότητας και αλληλεγγύης.