Πολιτισμός
Κινηματογράφος: «Σε πόλεμο» του Στεφάν Μπριζέ

«Αν πολεμήσεις μπορεί να χάσεις,

 αλλά αν δεν πολεμήσεις έχεις ήδη χάσει». 

Με αυτά τα λόγια του Μπέρτολντ Μπρεχτ ξεκινά η εξαιρετικά δυνατή και επίκαιρη ταινία του Στεφάν Μπριζέ. Πριν δυο χρόνια είχε εντυπωσιάσει με το «Ο νόμος της αγοράς», στην οποία με τον ίδιο πρωταγωνιστή (τον φοβερό Βενσάν Λιντόν) περιέγραφε τι σημαίνει για έναν μεσήλικα ειδικευμένο εργάτη να χάνει τη δουλειά του και να πρέπει να επιβιώσει στη ζούγκλα της αγοράς και του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. 

Το «Σε πόλεμο» κινείται στην ίδια θεματολογία αλλά σε διαφορετική συγκυρία. Οι 1100 εργαζόμενοι του εργοστασίου ανταλλακτικών Περέν σε μια επαρχιακή Γαλλική πόλη βρίσκονται στο δρόμο, όταν η Γερμανικών συμφερόντων εταιρία αποφασίζει να το κλείσει, παρόλο που οι ίδιοι δυο χρόνια νωρίτερα είχαν συμφωνησει να δουλεύουν περισσότερες ώρες απλήρωτες και χωρίς μπόνους με αντάλλαγμα τη διασφάλιση της δουλειάς τους. Στο μεταξύ η εταιρία έβγαλε πελώρια κερδη, αλλά επικαλούμενη την έλλειψη ανταγωνιστικότητας κλείνει τη μονάδα και τους πετάει στο δρόμο. Απέναντη σ’αυτό, οι εργάτες και οι εργάτριες καταλαμβάνουν το εργοστάσιο και το στοκ και διεκδικούν το δικαίωμά τους στη δουλειά. Ο πόλεμος αρχίζει. Η ταινία τον καταγράφει με τη μορφή τηλεοπτικού ρεπορτάζ, σαν να βγήκε από τα δελτία ειδήσεων και οι εικόνες είναι γνώριμες. Τα απόνερα της οικονομικής  κρίσης που διαπερνά ολόκληρη την Ευρωπαική Ένωση και όχι μόνο τις αδύναμες οικονομικά χώρες, πνίγουν το Νο2 της Ε.Ε., τον Γαλλικό καπιταλισμό και οι συνταγές είναι ίδιες: Κλεισίματα και απολύσεις. Η απάντηση μπορεί να δοθεί με τα κλασικά όπλα του εργατικού κινήματος, και η Γαλλία τα διαθέτει ετοιμοπόλεμα: Συνδικάτα, απεργίες, καταλήψεις, διαδηλώσεις, μια πλούσια παλιότερη και πρόσφατη εμπειρία που βάζει τη σφραγίδα στις πολιτικές εξελίξεις.

Το ξεδίπλωμα του αγώνα φέρνει γνώριμες εικόνες που θυμίζουν ότι τόσο οι επιθέσεις όσο και οι περιστάσεις έχουν ομοιότητες από χώρα σε χώρα: Δικαστήρια που τελικά νομιμοποιούν την «τέχνη του επιχειρείν» και το δικαίωμα των αφεντικών να αθετούν τα συμφωνημένα και να απολύουν, κυβερνητικοί παράγοντες που στα λόγια τάσσονται θερμά με το δίκιο του λαού, αλλά την κρίσιμη στιγμή βρίσκουν κάθε λογής αφορμή για να «νίψουν τας χείρας», αλλά και η αλληλεγγύη των εργατών από άλλα εργοστάσια. Η ταινία θα γίνει στενάχωρη, όταν στην πορεία και σε συνδυασμό με την οικονομική ανασφάλεια επιστρατεύεται ο εσωτερικός εχθρός του εργατικού κινήματος, η διαίρεσή του ανάμεσα στην αγωνιστική πτέρυγα και τους «ρεαλιστές» που έχοντας αποδεχτεί ότι η μάχη είναι χαμένη, πάνε για τον συμβιβασμό – δηλαδή την αποδοχή του κλεισίματος με αντάλλαγμα μεγαλύτερη χρηματική αποζημίωση. Στο επόμενο καρέ οι εργάτες βρίσκονται σε διαφορετικά στρατόπεδα. Ο πρωταγωνιστής, Λοράν Αμεντεό, εκπροσωπεί το μαχητικό κομμάτι (το αριστερό συνδικάτο CGT) και θα επιχειρηματολογήσει μέχρι τέλους γιατί η δύναμη δεν βρίσκεται στην ψηλότερη αποζημίωση αλλά στην ακλόνητη επιμονή να κρατήσουν το εργοστάσιο ανοικτό και να σώσουν τις δουλειές τους, με κάθε μέσο, ακόμα και χρησιμοποιώντας τη βία.

Το τελευταίο μέρος και το επεισοδιακό φινάλε είναι κατά τη γνώμη μας το πιο αδύναμο κομμάτι της ταινίας. Όχι τόσο για τον απαισιόδοξο τόνο (στο κάτω—κάτω πρόκειται για ταινία μυθοπλασίας), αλλά γιατί ενώ έχει ξεδιπλώσει τόσο έντεχνα τη συλλογική δύναμη και τις μάχες των εργατριών και εργατών, τελικά εναποθέτει τις ευθύνες στα χέρια ενός μόνο ανθρώπου, του μαχητικού συνδικαλιστή Λοράν και στην προσωπική του αυτοθυσία, που αν και συγκινητική, είναι αναντίστοιχη με την δυναμική που εκφράστηκε πιο πριν.

Από αυτή την άποψη, ο Στεφάν Μπριζέ απέχει από την παρομοίωση που του δίνεται σαν ο «Γάλλος Κεν Λόουτς». Εκπροσωπεί ωστόσο μια νεότερη γενιά κινηματογραφιστών που απορρίπτουν τις «πιασάρικες» μεταμοντέρνες αφηγήσεις και επιμένουν να κάνουν κοινωνικό σινεμά αμφισβήτησης εμπνεόμενοι από  τις μεγάλες μάχες που έδωσε και δίνει ο κόσμος στη Γαλλία και την Ευρώπη μέχρι και σήμερα. Από αυτή την άποψη το «Σε πόλεμο» αξίζει και αποτελεί μαζί με το «Οι αγώνες μας» του Βέλγου Γκιγιόμ Σενέ, που παίζεται αυτές τις μέρες στα σινεμά, χαρακτηριστικό και ευπρόσδεκτο δείγμα γραφής.