Ο Λένιν είχε παρατηρήσει ότι τους μεγάλους επαναστάτες στη διάρκεια της ζωής τους τους κυνηγάνε και τους συκοφαντούν οι άρχουσες τάξεις, όμως μετά θάνατον προσπαθούν να τους μετατρέψουν σε άκακα εικονίσματα αφαιρώντας την επαναστατική ουσία των ιδεών και της δράσης τους, με τη βοήθεια των ρεφορμιστών μέσα στο κίνημα. Ο Αντόνιο Γκράμσι είναι μια τέτοια περίπτωση. Φέτος τον Απρίλη συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από το θάνατό του στις φυλακές του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι. Η δράση και το έργο του είναι πολύτιμη παρακαταθήκη σήμερα για όσους όχι μόνο προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο αλλά και να τον αλλάξουν με τον αγώνα τους. Για να συμβάλει σ’ αυτή την προσπάθεια το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο κυκλοφόρησε μια μπροσούρα με κείμενα που παρουσιάζουν τη ζωή και τις ιδέες του Γκράμσι.
Ο Γκράμσι γεννήθηκε στην Σαρδηνία, μια από τις πιο φτωχές περιοχές του ιταλικού κράτους στις αρχές του 20ου αιώνα. Πήγε να σπουδάσει στο Τορίνο, στον ανεπτυγμένο Βορρά, μια πόλη που σύντομα έγινε το κέντρο της πιο σύγχρονης για εκείνη την εποχή βιομηχανίας, των μεγάλων αυτοκινητοβιομηχανιών όπως της Φίατ.
Εκεί ο Γκράμσι έγινε σοσιαλιστής. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας τότε ήταν χωρισμένο σε δυο πτέρυγες. Τη δεξιά, με πυρήνα τους βουλευτές, δημάρχους και γραφειοκράτες των συνδικάτων που κήρυταν ότι ο μόνος δρόμος για το κίνημα είναι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων μέσα από το κοινοβούλιο σε συνεργασία με τους φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς. Η πλειοψηφία στο κόμμα στήριζε την αριστερή πτέρυγα τους «μαξιμαλιστές». Αυτοί διακήρυταν την πίστη τους στο σοσιαλισμό και την επανάσταση. Αλλά μέχρι εκείνη τη «μεγάλη στιγμή» οι εργάτες το μόνο που είχαν να κάνουν είναι να ψηφίζουν το κόμμα και να περιμένουν ν’ αλλάξουν οι «συσχετισμοί». Τίποτα δεν ένωνε τους αγώνες του σήμερα με τη πάλη για τον σοσιαλισμό.
Ο Γκράμσι δυσφορούσε από την αρχή με αυτή την στρατηγική. Ομως, την απάντηση τη βρήκε στο ζωντανό κίνημα. Το 1919-1920 η Ιταλία έζησε ένα επαναστατικό κύμα, την «κόκκινη διετία». Εκατομμύρια εργάτες διαδήλωσαν, κατέβηκαν σε απεργίες, έκαναν καταλήψεις των εργοστασίων τους. Το κύμα της εξέγερσης απλώθηκε στην ύπαιθρο, στους αγρεργάτες του βορρά και του κέντρου της Ιταλίας, στους φτωχούς αγρότες του Νότου. Το πιο προωθημένο τμήμα αυτού του κινήματος ήταν οι εργάτες του Τορίνο και οι νέες μορφές οργάνωσης που δημιούργησαν, οι «εργοστασιακές επιτροπές».
Eπιτροπές
Οι «εργοστασιακές επιτροπές» είχαν πρωτοεμφανιστεί λίγα χρόνια πριν σαν απεργιακές επιτροπές. Ξαναζωντάνεψαν μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Γκράμσι και μια σειρά σύντροφοί του ίδρυσαν μια εφημερίδα την L’ Ordine Nuovo που σύντομα έγινε η «φωνή των εργοστασιακών συμβουλίων». Οι «ορντινοβίστι» -το ρεύμα του Γκράμσι- υποστήριζαν ότι τα εργοστασιακά συμβούλια πρέπει να αγκαλιάσουν όλους τους εργάτες, και ότι μπορούσαν να παίξουν το ρόλο που έπαιξαν τα σοβιέτ στη ρώσικη επανάσταση: να είναι όργανα της βάσης στις μάχες της αλλά και οι μορφές οργάνωσης της νέας κοινωνίας όπου η πλειοψηφία θα ορίζει συλλογικά και δημοκρατικά τις τύχες της.
Αυτό το μήνυμα απλώθηκε σα τη φωτιά στην εργατική τάξη του Τορίνο. Αλλά δεν απλώθηκε πέρα από τα όρια εκείνης της περιοχής. Τον Σεπτέμβρη του 1920 ήρθε η αποφασιστική αναμέτρηση. Οι εργοδότες αρνήθηκαν να υπογράψουν συλλογική σύμβαση με το συνδικάτο των μεταλλεργατών. Ξεκίνησε μια απεργία από το Μιλάνο που σύντομα απλώθηκε σε όλη την Ιταλία. Και αυτή τη φορά οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, πάνω από 2 εκατομμύρια συμμετείχαν στις καταλήψεις. Σε πολλά απ’΄αυτά συγκρότησαν «κόκκινες φρουρές» για αυτοάμυνα. Και σε άλλα συνέχισαν την παραγωγή με εργατικό έλεγχο.
Ομως, αντί για την επανάσταση οι ηγεσίες του κινήματος το οδήγησαν στο συμβιβασμό. Τον Γενάρη του 1921 οι επαναστάτες –ανάμεσά τους κι ο Γκράμσι- έφυγαν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ίδρυσαν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας. Αλλά ήδη εκείνη την στιγμή το κίνημα υποχωρούσε και οι φασίστες δυνάμωναν. Τον Οκτώβρη του 1922 η άρχουσα τάξη τους παρέδωσε την εξουσία. Ο Μουσολίνι χρειάστηκε τέσσερα περίπου χρόνια για να σταθεροποιήσει τη δικτατορία του. Το 1926 ο Γκράμσι, που ήταν βουλευτής και επικεφαλής του ΚΚΙ συνελήφθη, δικάστηκε και οδηγήθηκε στη φυλακή.
Ηταν βαριά άρρωστος. Επασχε από φυματίωση, από την ασθένεια του Χοτζ που κατατρώει το μυελό των οστών, και από άλλες σοβαρές ασθένειες. Ηταν απομονωμένος με πολύ λίγες επαφές με τον έξω κόσμο. Ο μεγαλύτερος φόβος του ήταν μήπως «σπάσει» -γι’ αυτόν «σπάσιμο» σήμαινε ακόμα και να ζητήσει ιδιαίτερη μεταχείριση ως ασθενής. Δεν το έκανε ποτέ. Ο φασίστας εισαγγελέας είχε δηλώσει όταν ανακοίνωνε τη ποινή ότι «πρέπει να σταματήσουμε αυτόν τον εγκέφαλο να δουλεύει για 20 χρόνια».
Ούτε αυτό το κατάφεραν. Ο Γκράμσι συνέχισε να γράφει στη φυλακή. Το «προϊόν» ήταν 33 τετράδια με πυκνογραμμένες σημειώσεις που έχουν μείνει γνωστά ως «Τετράδια της Φυλακής». Η γλώσσα τους είναι «αισώπεια» εξαιτίας της λογοκρισίας. Ο Γκράμσι χρησιμοποιεί παραδείγματα από την ιστορία της ιταλικής ενοποίησης του 19ου αιώνα ή ακόμα και από τη περίοδο της Αναγέννησης, για να μιλήσει για την ταξική πάλη, το τρόπο που κυριαρχεί η άρχουσα τάξη αλλά και πως αυτή η κυριαρχία μπαίνει σε κρίση. Κάνει αυτές τις παρατηρήσεις στηριζόμενος στην εμπειρία των εργατικών συμβουλίων και της «κόκκινης διετίας» αλλά και της δράσης του κομμουνιστικού κόμματος της Ιταλίας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’20.
Iδέες
Ο Γκράμσι εξηγεί ότι η άρχουσα τάξη δεν κυβερνά μόνο με την γυμνή βία, αλλά και αποσπώντας τη συναίνεση των «υποτελών τάξεων» μέσα από ένα ολόκληρο σύστημα αναπαραγωγής των ιδεών της. Αυτή η «ηγεμονία» είναι που εξασφαλίζει τη διαιώνιση της κυριαρχίας της. Ομως, οι ιδέες της «κοινής λογικής» δεν είναι οι μόνες που υπάρχουν στο νου των εργατών. Δίπλα σ’ αυτές, ανακατεμένες, υπάρχουν κι οι ιδέες που γεννάει η καθημερινή εμπειρία της εκμετάλλευσης και της αντίστασης.
Αυτή η σύγκρουση δεν μπορεί να λήξει επιτυχημένα αν δεν διεξάγεται οργανωμένα και συστηματικά. Γι’ αυτό το λόγο ο Γκράμσι πίστευε ότι είναι αναγκαίο ένα επαναστατικό κόμμα –κι αφιέρωσε τη ζωή του για να το χτίσει. Δεν το αντιμετώπιζε σαν την ελίτ των αποφασισμένων που θα δασκάλευε κουνώντας το δάχτυλο στους «καθυστερημένους» εργάτες δίνοντας τελεσίγραφα. Οι επαναστάτες υποστήριζε ο Γκράμσι έπρεπε να είναι κομμάτι κάθε αγώνα, οσοδήποτε «μερικού» ή «αμυντικού», να είναι έτοιμοι να συνεργαστούν με κόσμο και ηγεσίες που δεν πιστεύουν στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και να δείχνουν ότι αυτοί είναι οι καλύτεροι αγωνιστές. Αλλά μέσα σε όλα τα κινήματα λειτουργούν για να γενικεύουν τις εμπειρίες, να συνενώνουν τα διαφορετικά ρυάκια της πάλης σε ένα ορμητικό ποτάμι που η προοπτική του είναι η ανατροπή του συστήματος. Αυτήν την αξία είχε για τον Γκράμσι ο μαρξισμός.
Σήμερα ζούμε μια τέτοια περίοδο, που οι ιδέες της άρχουσας τάξης για το ποια είναι η «φυσική τάξη των πραγμάτων» αμφισβητούνται από εκατομμύρια ανθρώπους, εργάτες και νεολαία, οι οποίοι μπαίνουν στις μάχες ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον πόλεμο. Η κληρονομιά του Γκράμσι είναι πολύτιμη για να προχωρήσουμε αυτές τις μάχες μέχρι τη νίκη.