Γερμανία 1919-23: Η πιο κρίσιμη επανάσταση

Η αλήθεια είναι ότι η άρχουσα τάξη έβγαλε ένα μεγάλο στεναγμό ανακούφισης. Η ηγεσία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είχε σπεύσει να τη σώσει. Κυβέρνηση μπορεί να ήταν οι καταραμένοι σοσιαλιστές αλλά το κράτος είχε μείνει ανέπαφο. Τα εργοστάσια, οι τράπεζες, οι μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, επίσης. Ακόμα και οι τεράστιες εκτάσεις γης των «γιούνκερ» (των αριστοκρατών της Ανατολικής Πρωσίας) έμεναν ανέγγιχτες.

Στις εκλογές που έγιναν για την Εθνοσυνέλευση το SPD σάρωσε. Υποσχόταν ότι θα φέρει τον σοσιαλισμό αλλά με μετρημένα βήματα, ομαλά, δίχως τυχοδιωκτισμούς. Για εκατομμύρια εργάτες που πρωτοέμπαιναν στην πολιτική αυτός ο δρόμος έμοιαζε να βγάζει νόημα. Το ίδιο και για εκατομμύρια μικροαστούς: το να ψηφίσουν ένα «κόκκινο» κόμμα ήταν τεράστιο άλμα στα αριστερά.

Η Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στη πόλη της Βαϊμάρης έμοιαζε να δικαιώνει αυτές τις ελπίδες. Λίγοι μπορούσαν να επισημάνουν το «παράδοξο» μιας Εθνοσυνέλευσης που ψήφισε το πιο προοδευτικό Σύνταγμα σε καπιταλιστική χώρα την οποία όμως φρουρούσαν χιλιάδες άνδρες των Freikorps. Αυτές οι μονάδες «εθελοντών βετεράνων» περνούσαν με τη φωτιά και το σίδερο κάθε συνδικαλιστή και αριστερό σε όποια πόλη έμπαιναν εκείνους τους μήνες. Ένα από τα σύμβολα που έκαναν θραύση στις γραμμές τους ήταν ο αγκυλωτός σταυρός.

Καρφί

Παρά τα λουτρά αίματος, ωστόσο, ο συσχετισμός δύναμης που είχε δημιουργήσει η επανάσταση του Νοέμβρη δεν είχε αλλάξει. Τα εργατικά συμβούλια είχαν είτε εξαφανιστεί είτε μετατραπεί σε όργανα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας στα εργοστάσια. Όμως, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες είχαν ζήσει την εμπειρία. Τα συνδικάτα είχαν κερδίσει εκατομμύρια νέα μέλη –και τα δικαιώματα που είχαν κερδίσει όπως το οχτάωρο, ήταν καρφί στο μάτι των καπιταλιστών.

Παράλληλα, η στροφή στα αριστερά συνεχιζόταν. Άμεσος κερδισμένος δεν ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. Ήταν οι «Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές» (USPD) που μιλούσαν για «δικτατορία του προλεταριάτου», δήλωναν την υποστήριξή τους στη Σοβιετική Ρωσία αλλά επέμεναν ότι όλα αυτά μπορούσαν να συνδυαστούν με τη στρατηγική του κοινοβουλευτικού δρόμου.

Για ένα κομμάτι του κρατικού μηχανισμού όλα αυτά ήταν απαράδεκτα. Στις αρχές του Μάρτη 1920 τμήματα της «Ράιχσβερ», του γερμανικού στρατού, κινιούνται προς το Βερολίνο. Η κυβέρνηση παράλυσε και έφυγε από την πρωτεύουσα. Οι πραξικοπηματίες θέλησαν να επισφραγίσουν τον αρχικό θρίαμβό τους διορίζοντας καγκελάριο έναν μοναρχικό ανώτερο κρατικό υπάλληλο, τον Καπ. Το «πραξικόπημα του Καπ» είχε την έμμεση στήριξη όλης της άρχουσας τάξης. Όταν η εκλεγμένη κυβέρνηση ζήτησε από τον στρατηγό Γκρένερ, τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, να κινητοποιήσει τις «πιστές στο Σύνταγμα» μονάδες πήρε την ψυχρή απάντηση: «Η Ράιχσβερ δεν πυροβολεί την Ράιχσβερ».

Η πρωτοβουλία για την αντίσταση ήρθε από μια απροσδόκητη πλευρά. Τον πρόεδρο της ADGB (της τότε γερμανικής ΓΣΕΕ), Καρλ Λέγκιεν. Ο Λέγκιεν ήταν η ενσάρκωση του δεξιού, σοσιαλδημοκράτη γραφειοκράτη. Όμως κατάλαβε ότι αυτό που παιζόταν ήταν η επιβίωση του θεσμού που του έδινε δύναμη και κύρος, δηλαδή των συνδικάτων. Κάλεσε σε αντίσταση και γενική απεργία.

Η επιτυχία της ήταν απόλυτη. Τα πάντα παρέλυσαν και οι μονάδες των πραξικοπηματιών δεν μπορούσαν να βρουν ούτε ένα τρένο για να μετακινηθούν. Στο Ρουρ, την καρδιά της γερμανικής βαριάς βιομηχανίας, οι εργάτες προχώρησαν παραπέρα: οργάνωσαν ένοπλες πολιτοφυλακές, τους «Κόκκινους Στρατούς του Ρουρ» όπως ονομάστηκαν, και απελευθέρωναν τη μια πόλη μετά την άλλη.

Πολιτοφυλακές

Σοσιαλδημοκράτες και «Ανεξάρτητοι», κομμουνιστές και αναρχοσυνδικαλιστές, συμμετείχαν μαζί στις πολιτοφυλακές, εκλέγανε τους αξιωματικούς τους. Ήταν άλλωστε εξοικειωμένοι με τα «στρατιωτικά» και τα όπλα –οι περισσότεροι τα είχαν μάθει από πρώτο χέρι στα χαρακώματα του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το πραξικόπημα κατέρρευσε και η κυβέρνηση επανήλθε στη θέση της. Όμως, ο άξονας είχε μετατοπισθεί. Ένα δείγμα για αυτό ήταν η πρόταση του Λέγκιεν για σχηματισμό «εργατικής κυβέρνησης» από τα δυο σοσιαλιστικά κόμματα και το Κομμουνιστικό Κόμμα που μέχρι τότε αντιμετωπιζόταν περίπου ως εγκληματική συμμορία. Η πρόταση έγινε προσχηματικά, ο Λέγκιεν ήθελε απλά να ενισχύσει τις αριστερές περγαμηνές του. Το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάφερε τουλάχιστον αυτή τη φορά να δώσει μια απάντηση που απέφευγε τον σεχταρισμό αλλά σε συνδυασμό με την επαναστατική αδιαλλαξία: οι κομμουνιστές, απάντησε, δεν συμμετέχουν για λόγους αρχής σε κυβερνήσεις διαχείρισης του αστικού κράτους. Αλλά αν τα δυο σοσιαλιστικά κόμματα επέλεγαν να συγκροτήσουν κυβέρνηση και έπαιρναν σοβαρά μέτρα ενάντια στην ακροδεξιά, το κόμμα υποσχόταν ότι θα δρούσε ως «νόμιμη αντιπολίτευση», δηλαδή δεν θα προσπαθούσε να την ανατρέψει ένοπλα.

Το σημαντικότερο στοιχείο της στροφής προς τα αριστερά, όμως, ήταν οι εξελίξεις στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Η αριστερή του πτέρυγα πλησίαζε με ταχύτατα βήματα την Κομμουνιστική Διεθνή. Στο συνέδριο της Χάλης τον Σεπτέμβρη του 1920 η αριστερά είχε σαφή πλειοψηφία. Η δεξιά πτέρυγα έφερε σε ενίσχυσή της ένα παλιό Ρώσο μενσεβίκο, τον Μάρτοφ, να απευθυνθεί στους συνέδρους. Ο Μάρτοφ ήταν παλιός αγωνιστής, είχε κρατήσει αντιπολεμική στάση στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, δηλαδή δεν είχε λερωθεί με την προδοσία της επίσημης σοσιαλδημοκρατίας. Αλλά πλέον δεν έπειθε τους Γερμανούς αγωνιστές που είχαν «σπουδάσει» στο σχολείο των μεγάλων αγώνων από το 1917 και μετά. Σε ενίσχυση της αριστεράς ήρθε ο Ζινόβιεφ, ο πρόεδρος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που μίλησε τέσσερις ολόκληρες ώρες στο συνέδριο.

Το αποτέλεσμα ήταν η προσχώρηση του USPD στη Κομιντέρν και η ενοποίησή του με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το νέο, ενοποιημένο, κόμμα ήταν πραγματικά μαζικό: είχε περίπου 400.000 μέλη, στην συντριπτική τους πλειοψηφία εργάτες.

Ορμή

Το κόμμα με την ορμή που του έδινε η μαζικοποίησή του, ρίχτηκε πάλι σε μια περιπέτεια ακόμα μεγαλύτερης κλίμακας από εκείνη του Γενάρη 1919. Έχει μείνει στην ιστορία ως η «Δράση του Μάρτη» (1921).

Με αφορμή την συμπαράσταση σε μια απεργία ανθρακωρύχων στην κεντρική Γερμανία, που δεχόταν την σκληρή καταστολή, το κόμμα κάλεσε σε γενική απεργία ως πρώτη πράξη της ένοπλης εξέγερσης. Το κάλεσμα για γενική απεργία δεν είχε ανταπόκριση. Και τότε η ηγεσία του κόμματος, αποφάσισε να «ηλεκτρίσει τις μάζες» με το ζόρι: ομάδες ανέργων εισέβαλαν σε ντόκους λιμανιών και εργοστάσια για να βγάλουν έξω τους «πουλημένους», βόμβες έσκαγαν για να τονώσουν την οργή ενάντια στο κράτος…

Η «Δράση του Μάρτη» ήταν σκέτος τυχοδιωκτισμός, που κόστισε στο νεαρό κομμουνιστικό κόμμα χιλιάδες απολυμένους και διωκόμενους, και δεκάδες χιλιάδες μέλη που αποχώρησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες μπορούσαν να κατηγορούν με ευκολία τους κομμουνιστές ως «πραξικοπηματίες» και να λένε στους εργάτες να απομονώσουν τέτοιους «προβοκάτορες».

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ανέκαμψε και από αυτή την κρίση. Το 1923 βρέθηκε στο κέντρο μιας νέας αναζωπύρωσης του κινήματος που έφερε την Γερμανία στο «παρά πέντε» μιας νικηφόρας επανάστασης. Τον Οκτώβρη του ’23 το Αμβούργο έμεινε μόνο του καθώς η ηγεσία του ΚΚ λάθεψε αυτή τη φορά προς τα δεξιά. Το χάσιμο αυτής της ευκαιρίας σημάδεψε το τέλος των χρόνων του επαναστατικού κύματος που σήκωσε σε όλο τον κόσμο η επανάσταση του Οκτώβρη στην Ρωσία. Όχι για πολύ όμως: στη δεκαετία του ’30 η Ευρώπη θα βρισκόταν πάλι μπροστά σε νέα επαναστατικά γεγονότα.


Διαβάστε επίσης

Η νύχτα των κρυστάλλων