Η ΚΡΙΣΗ ΤΗΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΦΟΡΑ - Ο Βενιζέλος και η “μάχη της δραχμής”

Οι ρίζες της ελληνικής χρεωκοπίας του 1932 βρίσκονταν στη Μεγάλη Ύφεση -την παγκόσμια οικονομική κρίση που διαδέχτηκε το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης τον Οκτώβρη του 1929.


Η ίδια η κατάρρευση της Γουόλ Στριτ (του Χρηματιστήριου της Νέας Υόρκης) δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στην Ελλάδα. Η προπαγανδιστική μηχανή της Βενιζελικής παράταξης, μάλιστα, ουσιαστικά αμφισβητούσε ότι υπήρχε καν "διεθνής κρίση". "Η εσοδεία του καπνού εφέτος είναι σαράντα τοις εκατό μεγαλύτερη από την περυσινή", κόμπαζε τον Δεκέμβρη του 1929 ο Παναγής Βουρλούμης, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας (και παππούς του διαβόητου πρώην διοικητή του ΟΤΕ) στη Βουλή. "Δεν θεωρώ τόσο τρομερό αυτό το γεγονός... Απεναντίας το θεωρώ πολύ ευνοϊκό... δεδομένου ότι προσβλέπουμε στην ετήσια αύξηση της αγροτικής παραγωγής μας. Το περίεργο είναι ότι μόλις επιτύχουμε αυτή την αύξηση, αρχίζουν οι οδυρμοί πως υπάρχει κρίση".

Ο καπνός και η σταφίδα αποτελούσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1920 το 60-70% των εξαγωγών της Ελλάδας. Μαζί με τους "άδηλους πόρους" -κυρίως τα εμβάσματα των ελλήνων μεταναστών- οι εξαγωγές αυτές αποτελούσαν την κύρια πηγή συναλλάγματος για την ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα, χάρη στην υψηλή του φορολογία, ο καπνός ήταν εξαιρετικά κρίσιμος και για τον ίδιο τον προϋπολογισμό.

Φυσιολογικά η αύξηση της σοδειάς θα ήταν πραγματικά καλό νέο και για την κυβέρνηση και για τους αγρότες και για την εθνική οικονομία. Οι καιροί, όμως, δεν ήταν φυσιολογικοί: ο καπιταλισμός βρισκόταν σε κρίση. Ο όγκος της αγροτικής παραγωγής μεγάλωνε, αλλά τα έσοδα από τις εξαγωγές μειώνονταν -αγοραστές δεν υπήρχαν και οι τιμές έπεφταν.

Δραματικές

Για τους αγρότες και τους εργάτες που ήταν άμεσα συνδεδεμένοι με την αγροτική παραγωγή οι επιπτώσεις ήταν δραματικές: το μέσο εισόδημα του «καπνοπαραγωγού» έπεσε μέσα σε μια τριετία σχεδόν 50% κάτω. Οι περιοχές όπου οι κλήροι ήταν μικροί και οι αγρότες δεν ήταν σε θέση να διαφοροποιήσουν την παραγωγή τους (πχ να καλλιεργούν και καπνό για την αγορά, αλλά και σιτηρά για την δική τους επιβίωση) βυθίστηκαν όχι μόνο στη φτώχεια, αλλά και τη λιμοκτονία.

Η αθλιότητα αυτή πολλαπλασιαζόταν από τις επιλογές της άρχουσας τάξης και της κυβέρνησης που δεν εννοούσαν, παρά την καταιγίδα που είχε χτυπήσει την παγκόσμια οικονομία να παραιτηθούν ούτε από τα προνόμια, ούτε από τα μεγαλεπήβολα οράματά τους.

Το Κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε τις εκλογές που έγιναν στις 19 Αυγούστου του 1928 με μια συντριπτική πλειοψηφία και ο Βενιζέλος έγινε ξανά πρωθυπουργός -μετά την οριστική συντριβή του οράματος της «Ελλάδας των πέντε θαλασσών και των δυο ηπείρων» στον Σαγκάριο ποταμό- με μια νέα «Μεγάλη Ιδέα»: τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας.

Το 1928 ήταν η χρονιά που η Ελλάδα προσχώρησε στον κανόνα του χρυσού: η δραχμή -που είχε περάσει από χίλια κύματα την περασμένη δεκαετία- ανακηρύχθηκε «σκληρό» νόμισμα και η ισοτιμία του προσδέθηκε σταθερά στον χρυσό. Θεματοφύλακας αυτής της ισοτιμίας θα ήταν η νεοϊδρυθείσα Τράπεζα της Ελλάδας.

Για την άρχουσα τάξη η προσχώρηση στον κανόνα του χρυσού ήταν ένα τεράστιο βήμα -κάτι αντίστοιχο με την «κατάκτηση» του Ευρώ, σχεδόν επτά δεκαετίες αργότερα: η Ελλάδα άνοιγε τις πύλες της στο ξένο κεφάλαιο που για την κυβέρνηση του Βενιζέλου μεταφραζόταν κυρίως σε φτηνά δάνεια για την χρηματοδότηση των μεγαλεπήβολων αναπτυξιακών της σχεδίων.

Τους πρώτους μήνες μετά το Κραχ του 1929 η κυβέρνηση αδιαφορούσε για την κρίση θεωρώντας ότι δεν είναι παρά μια προσωρινή αναμπουμπούλα που δεν θα προλάβει να πλήξει τελικά τα σχέδιά της. Τα γεγονότα, όμως, ήταν αμείλικτα: τον Σεπτέμβρη του 1931 η Βρετανία εγκατέλειψε τον Κανόνα του Χρυσού και άφησε την στερλίνα να υποτιμηθεί.

Στην αρχή ο Βενιζέλος και η Τράπεζα της Ελλάδας έμειναν απτόητοι: το πρόγραμμα οικονομικής ανοικοδόμησης, έλεγε η κυβέρνηση, έχει αρχίσει να αποδίδει καρπούς. Οι διεθνείς πιστωτές συνεχίζουν να εμπιστεύονται την Ελλάδα -απόδειξη η επιτυχία (στα χαρτιά, όπως αποδείχτηκε) της έκδοσης του δευτέρου «Δανείου Δημοσίων Έργων» την άνοιξη του 1931. Τα οικονομικά, άλλωστε, της δημόσιας διοίκησης ήταν «άριστα»: οι προϋπολογισμοί των τριών τελευταίων ετών ήταν πλεονασματικοί. Το ίδιο θα γινόταν, με βεβαιότητα και φέτος. Στις 20 Σεπτέμβρη, την ημέρα που το Λονδίνο απέσυρε την στερλίνα από τον κανόνα του χρυσού, η κυβέρνηση του Βενιζέλου -ύστερα από μια δραματική συνεδρίαση- αποφάσισε να κλείσει τα αυτιά στις φωνές που έλεγαν να ακολουθήσει το βρετανικό παράδειγμα. Αντί για αυτό τώρα άρχιζε η «μάχη της δραχμής» -ο αγώνας για την «διάσωση» του εθνικού μας νομίσματος.

Αλλά τίποτα δεν μπορούσε πια να σταματήσει την καταιγίδα. Στη Σοφοκλέους οι μετοχές πήραν αμέσως τον κατήφορο. Στις 22 Σεπτέμβρη η κυβέρνηση αναγκάστηκε να την κλείσει. Ύστερα οι «αγορές» -για να χρησιμοποιήσουμε τους σημερινούς όρους- έπεσαν σαν τα κοράκια στα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας της Ελλάδας: κανόνας χρυσού σήμαινε ότι η Τράπεζα της Ελλάδας ήταν υποχρεωμένη να ανταλλάσει τις δραχμές σε χρυσό «επί τη εμφανίσει». «Την 21η του μηνός», γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στο βιβλίο του «Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου», «αγόρασαν 194.660 δολάρια, την επομένη 432.573 και την μεθεπομένη 726.568. Μέχρι το τέλος τη εβδομάδας οι απώλειες ήταν 3,6 εκατομμύρια δολάρια...». 3,6 εκατομμύρια δολάρια ήταν ένα τεράστιο ποσό για τα δεδομένα της εποχής. Αν συνεχιζόταν αυτή η εκροή η Τράπεζα της Ελλάδας θα ξέμενε μέσα στις επόμενες μέρες από συνάλλαγμα. Στις 28 Σεπτέμβρη ανακοίνωσε ότι θα έμπαιναν πλέον περιορισμοί στην πώληση συναλλάγματος.

“Ολίγα εκατομμύρια”

Ο Βενιζέλος, όμως, έμεινε αθεράπευτα αισιόδοξος. «Επέμενε», γράφει ο Μαζάουερ, «ότι η δραχμή ήταν ισχυρότερη από το δολάριο και μάλιστα ισχυρότερη ακόμη κι από το γαλλικό φράγκο. Ελάχιστες χώρες είχαν να επιδείξουν τα επιτεύγματα της Ελλάδας...» Τα αναπτυξιακά έργα, είπε, θα συνεχιστούν. «Σας υπόσχομαι ότι θα ολοκληρωθούν συμφώνως προς το πρόγραμμα. Θα ήτο καταστροφή ανάλογος της εγκαταλείψεως του χρυσού κανόνος εάν δεν κατορθώναμεν να τα ολοκληρώσωμεν. Οπωσδήποτε θα εύρωμεν εις το εξωτερίκον τα ολίγα εκατομμύρια τα οποία χρειαζόμεθα....»

Φυσικά επρόκειτο για καθαρή αυταπάτη. Η Τράπεζα της Ελλάδας είχε ήδη κάνει μια απόπειρα στις αρχές του Σεπτέμβρη να δανειστεί όλα και όλα ένα εκατομμύριο στερλίνες με την μεσολάβηση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ) -που είχε μεσολαβήσει λίγο πριν για να βρεθούν κεφάλαια για την διάσωση της Αυστριακής Κρεντίτ Άνσταλτ. Η ΤΔΔ αρνήθηκε.

Στο μεταξύ τα μέτρα βύθιζαν ολοένα και πιο βαθειά στο χάος την οικονομία. Στην ουσία ό,τι συνάλλαγμα υπήρχε πήγαινε στο κράτος -το οποίο το χρησιμοποιούσε για να εξυπηρετεί τα παλιά του χρέη. Ο Νίκος Μπελογιάννης στο βιβλίο του «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» περιγράφει με αυτά τα λόγια την «εγκληματική παραφροσύνη» της κυβέρνησης:

«... ο προϋπολογισμός του 1931-1932 θα 'κλεινε με 1 δις έλλειμμα. Σε έσοδα 8.200 εκατομμυρίων έπρεπε να πάρουν οι ομολογιούχοι 4.400, δηλαδή τα 54%, την προηγούμενη χρονιά είχαν πάρει τα 40%. Για να πληρωθούν τώρα σε χρυσό, δεν αρκούσε το κάλυμμα της τράπεζας και δημιουργόταν άμεσος κίνδυνος να μείνει ο λαός χωρίς ψωμί, γιατί το περισσότερο στάρι εκείνο τον καιρό ερχόταν απ΄έξω. Η πληρωμή, λοιπόν, του τοκοχρεολύσιου θα ΄ταν εγκληματική παραφροσύνη. Εντούτοις... η κυβέρνηση ανακοίνωσε επίσημα ότι τα τοκομερίδια των ομολογιούχων θα πληρωθούν στο ακέραιο και σε χρυσό...»

Αλλά ήταν προφανές ότι το «παιχνίδι» αυτό έφτανε πια στο τέλος του.

Τον Ιανουάριο του 1932 ο Βενιζέλος αποφάσισε να γυρίσει ο ίδιος τις πρωτεύουσες της Ευρώπης για να διεκδικήσει τις πιστώσεις που είχε ανάγκη. Επισκέφθηκε στην αρχή τη Ρώμη, ύστερα το Παρίσι και στο τέλος το Λονδίνο. Αυτό που ζητούσε ήταν αναστολή των πληρωμών των παλαιών δανείων για μια πενταετία και φρέσκα δάνεια 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Και στις τρεις πρωτεύουσες συναντήθηκε με πρωθυπουργούς, υπουργούς οικονομικών και τραπεζίτες. Αλλά στο τέλος -παρά τους εκβιασμούς ότι η Ελλάδα θα κηρύξει στάση πληρωμών αν δεν πάρει άμεση βοήθεια- ο Βενιζέλος γύρισε με άδεια χέρια.

Τον Φλεβάρη του 1932 ήρθε στην Ελλάδα μια διεθνής αντιπροσωπία για να διερευνήσει την κατάσταση με αρχηγό τον Οτο Νίμαγιερ, στέλεχος της Τράπεζας της Αγγλίας. Η κυβέρνηση παρουσίασε τις θέσεις της -αλλά ο Νίμαγιερ δεν πείστηκε. «Ο de Chalendar», ο Γάλλος εκπρόσωπος, γράφει ο Μαζάουερ, «πρότεινε δρακόντεια μέτρα όπως το κλείσιμο των σχολείων και την περικοπή κατά 20% των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων... ώστε να υπάρξει κάποια ελπίδα πως οι ξένες κυβερνήσεις θα πείθονταν να εγκρίνουν το νέο δάνειο...»

Στο τέλος οι «ξένες κυβερνήσεις» δεν πείστηκαν. Το δάνειο δεν ήρθε ποτέ, η Ελλάδα κήρυξε στάση πληρωμών, ο κανόνας του χρυσού εγκαταλείφθηκε και η κυβέρνηση έπεσε.

Οι εργάτες, οι αγρότες και οι φτωχοί είχαν πληρώσει ήδη πολύ ακριβά τη «μάχη της δραχμής». Όχι μόνο οικονομικά. Για να ελέγξει τις «ταραχές» -στη Νάουσα οι εργάτες της κλωστοϋφαντουργίας έκαναν συλλαλητήρια, στην Ξάνθη οι άνεργοι εισέβαλαν σε ένα φούρνο, στην Νιγρίτα ο κόσμος έκλεισε τους δρόμους και χρειάστηκε η ένοπλη επέμβαση της αστυνομίας, που άνοιξε πυρ, για να φύγει- ο «εθνάρχης» κατέφευγε ολοένα και περισσότερο στην αστυνομοκρατία και την καταστολή: το ιδιώνυμο, που ποινικοποιούσε την κομμουνιστική δράση, ήταν κατασκεύασμα του Βενιζέλου. Όταν παραιτήθηκε, το 1932, απαίτησε δρακόντειους νόμους που θα έδιναν υπερεξουσίες στην κυβέρνηση και θα περιόριζαν την ελευθερία του τύπου, για να επιστρέψει. Ουσιαστικά, έστρωνε το δρόμο για τους πραξικοπηματίες που ακολούθησαν με αποκορύφωμα τον Μεταξά της 4ης Αυγούστου 1936. Όμως παράλληλα, η πολιτική κατάρρευση της Βενιζελικής παράταξης άνοιξε τα περιθώρια για να κερδιθούν από την αριστερά τα προλεταριοποιημένα στρώματα των προσφύγων, μια διαδικασία που κορυφώθηκε επίσης το 1936 με τις θρυλικές «Μέρες Μαγιού» της Θεσσαλονίκης.