Λίγες ώρες πριν από τις «ενδιάμεσες» αμερικανικές εκλογές της 8ης Νοέμβρη όλα τα σενάρια είναι ακόμα ανοιχτά. Στις εκλογές αυτές κρίνεται το ένα τρίτο περίπου των 100 εδρών της Γερουσίας, το σύνολο των 435 εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων και εκατοντάδες ακόμα πολιτειακές θέσεις.
Αυτή τη στιγμή το Δημοκρατικό Κόμμα του προέδρου Μπάιντεν ελέγχει, με ισχνές πλειοψηφίες και τα δυο κοινοβουλευτικά σώματα. Στη Βουλή έχει 220 έδρες έναντι 212 των Ρεπουμπλικάνων. Στη Γερουσία έχει, μαζί με τους 2 ανεξάρτητους συμμάχους του, 50 έδρες, όσες ακριβώς και οι Ρεπουμπλικάνοι. Οι Δημοκρατικοί, όμως, ελέγχουν το σώμα χάρη στο δικαίωμα ψήφου που δίνει το σύνταγμα σε περιπτώσεις ισοψηφίας στον εκάστοτε αντιπρόεδρο, δηλαδή σήμερα στην Καμάλα Χάρις.
Το πιο πιθανό σενάριο είναι να χάσουν τώρα οι Δημοκρατικοί την πλειοψηφία και στα δυο –κάτι που θα έχει μεγάλες επιπτώσεις πάνω στην κυβέρνηση του Μπάιντεν. Το Κογκρέσο (όπως ονομάζονται τα δυο σώματα μαζί) έχει τη δυνατότητα να μπλοκάρει σχεδόν όλες τις αποφάσεις της κυβέρνησης –από τον κρατικό προϋπολογισμό μέχρι τον διορισμό των ανώτατων δικαστών.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει καταληφθεί από τον Ντόναλντ Τραμπ και τον ρατσιστικό, σεξιστικό, ακροδεξιό συρφετό που τον περιστοιχίζει. Ο Τραμπ συνεχίζει να διαδίδει τα ψέματα για τις «νοθευμένες», υποτίθεται, προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου του 2020 που τον ξήλωσαν από τον Λευκό Οίκο. Και συνεχίζει να υποστηρίζει την πραξικοπηματική εισβολή (που είχε οργανώσει το στενό του περιβάλλον) στο Καπιτώλιο (την έδρα του Κογκρέσου) τον Γενάρη του 2021.
Τώρα περιμένει τα αποτελέσματα των εκλογών για να ανακοινώσει την πρόθεσή του να είναι και πάλι υποψήφιος για την προεδρία στις επόμενες εκλογές (που θα γίνουν τον Νοέμβριο του 2024).
Οι Δημοκρατικοί μόνο με ένα θαύμα θα μπορούσαν να διατηρήσουν την πλειοψηφία τους στη Βουλή. Για τη Γερουσία έχουν κάπως περισσότερες ελπίδες. Από τις 34 έδρες που κρίνονται οι 20 ανήκουν σε Ρεπουμπλικάνους και μόνο οι 14 σε Δημοκρατικούς. Στις περισσότερες, βέβαια, δεν αναμένεται κάποια θεαματική αλλαγή. Στην πραγματικότητα είναι ελάχιστες οι πολιτείες που «παίζονται» και θα κρίνουν τελικά το αποτέλεσμα –η Πανσυλβάνια, η Τζόρτζια, και το Ουισκόνσιν.
Ψαλίδα
Μέχρι πριν από λίγες εβδομάδες οι Δημοκρατικοί είχαν μεγάλο προβάδισμα και στις τρεις. Όχι πια. Στην Πενσυλβάνια ο Δημοκρατικός υποψήφιος (Τζον Φέτερμαν) είχε τον Σεπτέμβρη ένα διψήφιο προβάδισμα απέναντι στον Ρεπουμπλικάνο αντίπαλό του (Μεχμέτ Ορ). Στα τελευταία γκάλοπ η ψαλίδα έχει περιοριστεί στις 3,5 μονάδες. Στο Ουισκόνσιν η ψαλίδα αντιστράφηκε – τον Σεπτέμβρη ο Μαντέλα Μπαρνς, ο υποψήφιος των Δημοκρατικών ήταν 7 μονάδες μπροστά από τον Ρεπουμπλικάνο Ρον Τζόνσον. Τώρα είναι 6 μονάδες πίσω.
Η ευθύνη για αυτή την αντιστροφή ανήκει στο ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Τζο Μπάιντεν που απογοητεύουν τον οργισμένο κόσμο. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου να ανατρέψει την ιστορική απόφαση του 1973 (Roe v. Wade) που κατοχύρωνε το δικαίωμα στην άμβλωση τον περασμένο Ιούνιο είχε προκαλέσει ένα τεράστιο κύμα οργής στις ΗΠΑ -που δεν περιοριζόταν μόνο στις γυναίκες, ούτε στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η πλειοψηφία του κόσμου στις ΗΠΑ αντιμετώπισε την ανατροπή σαν ένα δικαστικό πραξικόπημα. Και είχε δίκιο. Έξι ακροδεξιοί, διορισμένοι από τον Τραμπ, «δια βίου» ανώτατοι δικαστές αποφάσισαν ότι οι γυναίκες δεν έχουν οι ίδιες δικαίωμα πάνω στο σώμα τους.
Τι έκανε ο πρόεδρος Μπάιντεν; Αντί να προσπαθήσει να αξιοποιήσει την πλειοψηφία που είχε στα κοινοβουλευτικά σώματα και να προσπαθήσει να ανατρέψει νομοθετικά την απαράδεκτη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου περιορίστηκε σε φραστικές εξαγγελίες: κατήγγειλε την απόφαση, τάχθηκε για μια ακόμα φορά στα λόγια υπέρ του δικαιώματος στην άμβλωση και υποσχέθηκε ότι αν οι Δημοκρατικοί αυξήσουν την πλειοψηφία τους στη Γερουσία θα περάσει νόμο που θα κατοχυρώνει το δικαίωμα στην άμβλωση.
Κυνισμός
Ο κυνισμός του Δημοκρατικού Κόμματος χτύπησε κυριολεκτικά κόκκινο: οι αμερικανικές εφημερίδες αποκάλυψαν τον Σεπτέμβρη ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είχε χρηματοδοτήσει με 53 εκατομμύρια δολάρια τους τραμπικούς, σεξιστές υποψηφίους στις εσωκομματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού κόμματος με στόχο να έχει πιο «εύκολους», αντιπαθητικούς αντιπάλους στις εκλογές. Η Καμάλα Χάρις, όταν της ζητήθηκε από τους δημοσιογράφους να σχολιάσει την είδηση απάντησε με την εξής φράση: «δεν είμαι εγώ αυτή που θα τους πω πως να τρέξουν την καμπάνια τους».
Τον Νοέμβρη του 2020 εκατομμύρια Αμερικανοί ψήφισαν τον Μπάιντεν, την Χάρις και το Δημοκρατικό Κόμμα για να απαλλαγούν από τον ακροδεξιό εφιάλτη του Τραμπ και των φίλων του. Αλλά ο Μπάιντεν διέψευσε όλες τους τις προσδοκίες. Η οικονομία βρίσκεται σε κρίση, τα φιλόδοξα προγράμματα για την ανανέωση των υποδομών έχουν συρρικνωθεί, ο πληθωρισμός απογειώνεται, η κεντρική τράπεζα ανεβάζει ξανά και ξανά τα επιτόκια και εκατομμύρια εργατικές οικογένειες σπρώχνονται ολοένα και πιο βαθιά στην απόγνωση.
Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι λύση για τους εργάτες και τους φτωχούς. Το μόνο που καταφέρνει με την πολιτική του και τον κυνισμό του είναι να στρώνει τον δρόμο στην ακροδεξιά.
Οι ΗΠΑ έχουν γνωρίσει μεγάλα κινήματα τα τελευταία χρόνια. Δεν είναι μόνο το Black Lives Matter και οι γυναίκες. Είναι και οι εργαζόμενοι στην Amazon που διεκδικούν συνδικαλιστικά δικαιώματα. Είναι και οι εργαζόμενοι στους σιδηροδρόμους που διεκδικούν αυξήσεις. Τον Σεπτέμβρη μια από τις μεγαλύτερες ομοσπονδίες σιδηροδρομικών (Brotherhood of Maintenance of Way Employes Division) απέρριψε τις προτάσεις της εργοδοσίας για μια νέα πενταετή σύμβαση εργασίας και απείλησε να κατέβει σε απεργία. Η ηγεσία του συνδικάτου έχει δώσει διορία στην εργοδοσία να «διορθώσει» την πρότασή της μέχρι τις ενδιάμεσες εκλογές. Παρόμοια είναι και η κατάσταση σε πολλούς ακόμα κλάδους.
Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι κόμμα της αριστεράς. Δεν έχει καμιά σχέση ούτε καν με αυτή την δεξιά σοσιαλδημοκρατία που γνωρίζουμε στην Ευρώπη. Είναι ένα φιλελεύθερο κόμμα της άρχουσας τάξης. Οι εργάτες, οι γυναίκες, οι μαύροι και οι φτωχοί δεν έχουν τίποτε να περιμένουν από τους Δημοκρατικούς. Η πραγματική ελπίδα είναι να οργανώσουν και να δυναμώσουν τους αγώνες τους.