Η επισημότητα που δόθηκε στην κηδεία του έκπτωτου Κωνσταντίνου Β’ από την κυβέρνηση, την εκκλησία, τον πολιτικό κόσμο και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είναι μια πρόκληση. Όχι γιατί το επίθετο του Κωνσταντίνου ήταν Γλύξμπουργκ. Όχι γιατί ο προπάππους του, ο Γεώργιος Α’, ήταν «Δανός πρίγκιπας» (που ήταν πράγματι). Όχι γιατί ήταν «ξένος». Ήταν πρόκληση γιατί η μοναρχία ήταν και παραμένει το σύμβολο της απαξίωσης της δημοκρατίας, της αυθαιρεσίας της εξουσίας και της ακροδεξιάς ανωμαλίας στην Ελλάδα.
Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη τήρησε τα προσχήματα και αρνήθηκε μια κηδεία «δημοσία δαπάνη». Τυπικά, όμως, μόνο. Η κυβέρνηση αντιπροσωπεύτηκε επίσημα στην κηδεία από τον αντιπρόεδρο Παναγιώτη Πικραμμένο και την υπουργό πολιτισμού Λίνα Μενδώνη. «Ανεπίσημα» παραβρέθηκαν ο υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, η ευρωβουλευτής της ΝΔ Άννα Μισέλ Ασημακοπούλου, οι «γαλάζιοι» βουλευτές Χρυσομάλλης, Μαντάς, και Βαρτζόπουλος και πλήθος γνωστών και αγνώστων στελεχών της δεξιάς.
Η τελετή έγινε στη Μητρόπολη Αθηνών στην οποία χοροστάτησε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Η αστυνομία έκλεισε το κέντρο της Αθήνας και τα κανάλια κάλυψαν την κηδεία σχεδόν λεπτό προς λεπτό.
Η μοίρα της βασιλείας σφραγίστηκε στην Ελλάδα με το δημοψήφισμα του 1974. Στο δημοψήφισμα αυτό, που έγινε στις 22 Νοεμβρίου του 1974, λίγες ημέρες δηλαδή μετά την πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η «Αβασίλευτη Δημοκρατία» κέρδισε με ένα συντριπτικό 69%. Η ημερομηνία από μόνη της είναι ένα αγκάθι για τη Νέα Δημοκρατία -όσες φορές και εάν επαναλάβει ότι το «πολιτειακό» έχει κλείσει οριστικά. Το δημοψήφισμα ήταν προϊόν της μεταπολίτευσης -στην οποία έχει κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο η κυβέρνηση του Μητσοτάκη.
Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος, τυπικά, είχε αναγνωρίσει το δημοψήφισμα του 1974. «Εύχομαι ολόψυχα οι εξελίξεις να δικαιώσουν το αποτέλεσμα που προέκυψε από τη χθεσινή ψηφοφορία», έλεγε στη δήλωση που έκανε την αμέσως επόμενη ημέρα. Στην πραγματικότητα, όμως, πάντα έλπιζε ότι το αποτέλεσμα θα μπορούσε να αντιστραφεί. Και μηχανορραφούσε για να ανατραπεί.
Από ιστορική άποψη οι ελπίδες του δεν ήταν καθόλου αβάσιμες. Ο παππούς του, ο Κωνσταντίνος Α’, είχε ενθρονιστεί και εκθρονιστεί δυο φορές: ανέβηκε στον θρόνο για πρώτη φορά το 1913, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, του Γεωργίου Α’. Εκδιώχθηκε το 1917, στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ύστερα από τον ναυτικό αποκλεισμό της «βασιλικής Ελλάδας» από τις δυνάμεις της Αντάντ. Επανήλθε στην εξουσία το 1920 ύστερα από την ήττα των βενιζελικών στις εκλογές εκείνης της χρονιάς. Και εκδιώχθηκε και πάλι δυο χρόνια αργότερα, μετά την «Μικρασιατική Καταστροφή», την «στάση» των αξιωματικών του στρατού και του ναυτικού της 11ης Σεπτέμβρη και την έκρηξη της λαϊκής οργής ενάντια στους υπευθύνους του πολέμου. Το 1922 ο Κωνσταντίνος παραιτήθηκε και η βασιλεία παραδόθηκε στον γιό του, τον Γεώργιο Β’.
Δημοψήφισμα
Αλλά και αυτός έμελλε να ανέβει και να κατέβει, όχι δυο, αλλά τρεις φορές στον θρόνο. Το 1924 η «Επαναστατική Επιτροπή» που είχε στο μεταξύ πάρει την εξουσία στην Αθήνα οργάνωσε νέο δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Η «Αβασίλευτη Δημοκρατία» επικράτησε με μια συντριπτική και τότε διαφορά (από ειρωνεία της τύχης) 69% και η δυναστεία των Γλύξμπουργκ κηρύχθηκε έκπτωτη. Και παρέμεινε έκπτωτη για τα επόμενα 11 χρόνια – μέχρι να την επαναφέρει στο θρόνο το 1935 η δικτατορία του Κονδύλη.
Ο Κονδύλης νομιμοποίησε την παλινόρθωση με ένα προκλητικά νόθο δημοψήφισμα τον Νοέμβριο του 1935 στο οποίο η μοναρχία κέρδισε με 97,88%.
Τον Νοέμβριο του 1936, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα της 4ης Αυγούστου η χουντική κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά έστειλε το θωρηκτό Αβέρωφ στην Ιταλία για να παραλάβει τα οστά του Κωνσταντίνου Α’, της μητέρας του (βασίλισσας) Όλγας και της συζύγου του (βασίλισσας Σοφίας) και να τα μεταφέρει στην Ελλάδα. «Το πλοίο κατέπλευσε στον Πειραιά στις 17 Νοεμβρίου 1936, από όπου με επίσημη πομπή οι σοροί μεταφέρθηκαν στη Μητρόπολη Αθηνών για λαϊκό προσκύνημα. Ακολούθως ενταφιάστηκαν στο βασιλικό κοιμητήριο στο Τατόι». Οι μονάρχες έρχονται και παρέρχονται αλλά τα πρωτόκολλα είναι, όπως και τα διαμάντια, παντοτινά.
Ο Γεώργιος Β’ έφυγε από την Ελλάδα το 1941 όταν κατέλαβαν τα ναζιστικά στρατεύματα τη χώρα. Αρχικά κατέφυγε στην Αίγυπτο και ύστερα στο Λονδίνο. Τον Δεκέμβρη του 1944, λίγες ημέρες μετά τα Δεκεμβριανά, ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός ορκίστηκε «αντιβασιλέας». Ο Γεώργιος αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα μόνο όταν η «λευκή τρομοκρατία» είχε επικρατήσει για τα καλά πάνω στη χώρα. Ανέβηκε στο θρόνο για τρίτη φορά την 1 Σεπτεμβρίου του 1946 ύστερα από ένα ακόμα δημοψήφισμα «βίας και νοθείας» το οποίο και κέρδισε η βασιλεία με 69% (το νούμερο επιλέχθηκε μάλλον σκόπιμα έτσι ώστε να φαίνεται η «αντιστροφή» σε σχέση με το δημοψήφισμα του 1924).
Ο Κωνσταντίνος Β’ που πέθανε την περασμένη εβδομάδα ήταν ανιψιός του Γεωργίου του Β’. Οι παραχαράκτες της ιστορίας προσπαθούν τώρα να τον παρουσιάσουν σαν ένα άμυαλο βασιλόπουλο που είχε την ατυχία να ανέβει στον θρόνο σε πολύ μικρή ηλικία μέσα σε μια περίοδο δύσκολη για την Ελλάδα. Πρόκειται για ψέμα. Έτσι και αλλιώς κανένας βασιλιάς δεν βασιλεύει μόνος του. Ο Κωνσταντίνος περιβαλλόταν, όπως όλοι οι βασιλιάδες, από διάφορους συμβούλους – κατά κανόνα από τα χειρότερα κατακάθια της ακροδεξιάς της Ελλάδας.
Δυο μεγάλα γεγονότα σημάδεψαν την περίοδο της βασιλείας του. Και τα δυο είχαν, εν μέρει τουλάχιστον, την υπογραφή του. Το πρώτο ήταν τα Ιουλιανά – μια πρωτοφανής λαϊκή εξέγερση για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Το δεύτερο ήταν το πραξικόπημα και το χουντικό καθεστώς της 21ης Απριλίου.
Πυροδότης
Οι πολιτικές παρεμβάσεις του παλατιού έπαιξαν τον ρόλο του πυροδότη για το κίνημα που ξέσπασε τον Ιούλη του 1965. Το κίνημα είχε κάνει μια εντυπωσιακή επιστροφή ήδη από το 1956, με τις μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στο φιάσκο της πολυδιαφημισμένης από την κυβέρνηση «ένωσης» με την Κύπρο. Οι διαδηλώσεις αυτές έσπειραν κυριολεκτικά τον τρόμο μέσα στην άρχουσα τάξη: δεν είχαν περάσει ούτε τέσσερα χρόνια από την εκτέλεση του Μπελογιάννη. Ο Πλουμπίδης είχε εκτελεστεί μόλις πριν από δυο χρόνια. Τα ξερονήσια λειτουργούσαν ακόμα. Αλλά τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει την οργή. Και ο τρόμος έγινε πανικός το 1958 όταν η ΕΔΑ, η αριστερά της εποχής, ήρθε δεύτερη στις εκλογές και έγινε επίσημα «αξιωματική αντιπολίτευση».
Ο τρόμος αυτός μετατράπηκε σε ανοιχτή πολιτική κρίση το 1964 με μια σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση του Γεώργιου Παπανδρέου και το Παλάτι. Τον Ιούλιο του 1965 ο Κωνσταντίνος καθαίρεσε πραξικοπηματικά την κυβέρνηση του Παπανδρέου και προσπάθησε να διασπάσει το κόμμα του, την Ένωση Κέντρου και να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση «αποστατών». Οι ραδιουργίες του παλατιού και του αρχιαποστάτη, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, προκάλεσαν ένα τεράστιο κύμα διαδηλώσεων που συντάραξαν για εβδομάδες την Αθήνα και τις άλλες μεγάλες πόλεις. Τελικά η κρίση «λύθηκε» με τον σχηματισμό μιας υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα είχε σαν στόχο την διοργάνωση εκλογών τον Μάιο του 1967. Οι εκλογές αυτές δεν έγιναν ποτέ αφού τις «πρόλαβε» το πραξικόπημα της 21η Απριλίου.
Ο Κωνσταντίνος συμβιβάστηκε αμέσως με την Χούντα. Οι παραχαράκτες της ιστορίας υποστηρίζουν ότι το έκανε αναγκαστικά – η απόδειξη υποτίθεται ότι είναι μια φωτογραφία του με την χουντική κυβέρνηση όπου φαίνεται «σκοτεινός». Πρόκειται για γελοιότητες. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος αποκάλυψε σε μια συνέντευξή του πολύ αργότερα ότι υπήρξε διαπραγμάτευση με τη Χούντα – οι συνταγματάρχες δέχτηκαν να διορίσουν έναν φιλοβασιλικό δικαστικό, τον Κωνσταντίνο Κόλλια, πρωθυπουργό και ο βασιλιάς δέχτηκε να εγκρίνει επίσημα την κυβέρνηση. Το αποτυχημένο «αντικίνημα» που οργάνωσε τον Δεκέμβρη του 1967 ενάντια στην Χούντα δεν μπορεί να ακυρώσει αυτή την αρχική αποδοχή. Ούτε υπάρχει καμιά ένδειξη έστω ότι ο στόχος του ήταν η αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Ο θεσμός της βασιλείας μοιάζει με αναχρονισμό μέσα στον σύγχρονο καπιταλισμό. Στη Βρετανία, τη Σουηδία, τη Δανία, την Ισπανία τα υπολείμματα μιας άλλης εποχής παρουσιάζονται σαν οι αρχηγοί του κράτους και οι στυλοβάτες της παράδοσης και της σταθερότητας. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας συρφετός από «γραφικά» παράσιτα που ζούνε μέσα στη χλιδή χωρίς να προσφέρουν το παραμικρό στην κοινωνία. Μερικές φορές παύουν να είναι απλά γραφικοί και γίνονται επικίνδυνοι. Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξή τους είναι μια ακόμα απόδειξη για το πόσο παράλογο και ανορθολογικό είναι το σύστημα του καπιταλισμού – που υπερηφανεύεται κιόλας ότι είναι το σύστημα που αρμόζει καλύτερα στην ανθρώπινη φύση.