«Ήθελα να γίνω από μικρό παιδί μηχανοδηγός στα τρένα και να ταξιδεύω με τρένο και όλο να φεύγω, να μη γυρίζω. Πολλές φορές πιτσιρίκος κατέβαινα στον Πειραιά για να βλέπω τα τρένα… Έβλεπα που λες τα τρένα στον Πειραιά και μετά πήγαινα στις προκυμαίες και έβλεπα τα πλοία που έφευγαν. Δεν ήξερα πού πάνε. Σκεφτόμουν, θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ εκεί πάνω».
Ο Αντώνης Καλογιάννης, που έφυγε από την ζωή στα 81 του χρόνια πριν από μερικές μέρες δεν έγινε ούτε μηχανοδηγός ούτε ναυτεργάτης, όπως ήθελε όταν ήταν παιδί. Αλλά σε όλη του τη ζωή, είτε ερμήνευε τους στίχους των μεγάλων ποιητών είτε δύο βγαλμένα απ’ τη ζωή στιχάκια, τραγουδούσε για τους ανθρώπους του μόχθου, τους αγώνες, τα πάθη και τις ελπίδες τους.
Γεννήθηκε το 1940 στην ποτισμένη με αίμα Καισαριανή της προσφυγιάς, της εργατιάς και της αντίστασης όπου και έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του για να κηδευτεί στο νεκροταφείο της. Γιος τσαγκάρη, ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του αλλά αγαπούσε το τραγούδι. Το 1966 επιλέχθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη με τυχαίο τρόπο, μετά από πρόταση κοινού γνωστού, για να τραγουδήσει σε μια συναυλία στην ΕΣΣΔ -πρόταση που είχαν προηγουμένως αρνηθεί ο Μπιθικώτσης και ο Πουλόπουλος.
Το εντυπωσιακό αυτό διεθνές ξεκίνημα συνεχίζεται αμέσως μετά το ξεκίνημα της δικτατορίας, όταν μαζί με την Μαρία Φαραντούρη και πολλούς άλλους καλλιτέχνες φεύγει από την Αθήνα και συμμετέχει σε εκατοντάδες πολιτικές συναυλίες του Θεοδωράκη στην Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά με στόχο τον ξεσηκωμό του κόσμου ενάντια στην χούντα.
«Έρχομαι, λοιπόν, σε συνεννόηση με ανθρώπους της αντιδικτατορικής δράσης στο Παρίσι, και φεύγω πρώτος εγώ, εγκαθίσταμαι και έρχονται μετά σιγά-σιγά και οι υπόλοιποι. Μας φιλοξενεί ένας κομμουνιστικός δήμος του Παρισιού, στο Υβρί και αρχίζουμε και τραγουδάμε στο εξωτερικό. Τραγουδάμε στην Αγγλία, την Ελβετία, τη Σουηδία, τη Νορβηγία» αναφέρει ο Αντώνης Καλογιάννης σε μια συνέντευξή του στον Στέλιο Κούλογλου. «Δώσαμε τεράστιες συναυλίες. Μεγάλοι καλλιτέχνες μαζί μας. Ο Μουστακί, ο Υβ Μοντάν, η Σιμόν Σινιορέ, ο Πάκο ντε Λουτσία. Οι οπαδοί της χούντας έστηναν διαμαρτυρίες. Μια φορά με την Μελίνα στο Ανόβερο… Εκεί για πρώτη φορά στη ζωή μου φοβήθηκα. Γιατί άρχισαν και έπεφταν οι πέτρες βροχή στο καμαρίνι. Και είχε το θράσος αυτή η μεγάλη κυρία να ανοίξει το μπαλκόνι. Και αυτοί της έλεγαν, “Μπες μέσα, μωρή πουτάνα” “Να σας πω”, λέει, “τώρα το μάθατε ότι εγώ είμαι πουτάνα; Εγώ είμαι πουτάνα από μικρό παιδί”!
Χούντα
Το 1972 γυρνάει στην Αθήνα και ίσα που προλαβαίνει να χαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του. Όταν πάει να φύγει η χούντα τον κατεβάζει από το αεροπλάνο και ο Καλογιάννης παραμένει στην Αθήνα. “Τόλμησα και είπα μέσα στην μπουάτ, το «Μιλώ» του Αναγνωστάκη”, συνεχίζει την διήγησή του. “Γι’ αυτό τον λόγο με πιάσανε και με πήγανε στο ΕΑΤ – ΕΣΑ. Και μου λέει εκείνο το γαϊδούρι, ο Αντωνόπουλος, «γράψε μου σαράντα φορές το Μιλώ»… «Μα ποιοι είναι οι νικημένοι στρατιώτες;» με ρωτούσαν. «Μα αυτό το ποίημα», τους έλεγα, «έχει γραφτεί το 1944». «Και γιατί το λες τώρα;»”.
Η μεταπολίτευση σημαδεύτηκε από τις μεγάλες συναυλίες στα γήπεδα με τον Αντώνη να ξεσηκώνει το εξεγερμένο πλήθος - είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς. Ο Αντώνης Καλογιάννης συνεργάστηκε πέρα από τον Θεοδωράκη και με ένα τεράστιο κατάλογο από μεγάλους συνθέτες. Ερμήνευσε Ρίτσο, Σεφέρη, Αναγνωστάκη και πολλούς άλλες ποιητές και στιχουργούς.
«Ευτύχησα να γνωρίσω, μέσα από το τραγούδι, τους σημαντικότερους ανθρώπους της σύγχρονης τέχνης. Τραγούδησα στη Γαλλία για τα 90 χρόνια του Πικάσο, παρουσία του ζωγράφου, γνωρίστηκα με τον συνθέτη Χατσατουριάν, συναντήθηκα με τους Μπιτλς, γνώρισα τον Λουί Αραγκόν» έλεγε σε μια άλλη συνέντευξη, ο Αντώνης Καλογιάννης αλλά υπήρξε από τους σεμνότερους και ειλικρινέστερους της γενιάς του. Τάφηκε υπό τους ήχους του «Κράτησα τη ζωή μου», που τόσο ωραία ερμήνευε.
Όρτσα τα πανιά Αντώνη.