Ιστορία
Ο “ατυχής” πόλεμος του 1897: Ένα φιάσκο του εθνικισμού

«Στις 7/19 Μαΐου του 1897 έληξε ο ελληνοτουρκικός πόλεμος με τον ελληνικό στρατό να έχει υπερκεράσει τη Λαμία και να προχωρεί ολοταχώς προς την Αθήνα αλλά και άλλες ατομικής επιλογής κατευθύνσεις, τον δε τουρκικό να τον ακολουθεί με κάπως επιφυλακτικότερους ρυθμούς». 

Αυτή η σαρκαστική διατύπωση από το βιβλίο του Γιάννη Γιαννουλόπουλου «Η ευγενής μας τύφλωσις» συνοψίζει με σαρκαστικό τρόπο την κατάληξη του πολέμου που ονομάστηκε «των τριάντα ημερών», «ατυχής» ή «μαύρο 1897». Ο πόλεμος είχε ξεκινήσει στις 6 του Απρίλη, μέσα σε κλίμα εθνικιστικής υστερίας και «εθνικής ομοψυχίας» με τον Αρχιεπίσκοπο να ευλογεί τον στρατό και το «Τη υπερμάχω Στρατηγώ» να ψάλλεται από τα πλήθη σε πλατείες και εκκλησίες. 

Η άμεση αφορμή που οδήγησε στον πόλεμο ήταν οι εξελίξεις στην Κρήτη που τότε ήταν Αυτόνομη Πολιτεία υπό την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον Φλεβάρη του 1897 η κυβέρνηση Δηλιγιάννη είχε στείλει εκστρατευτικό σώμα στο νησί για να το προσαρτήσει στην Ελλάδα στο όνομα του βασιλιά Γεωργίου Α’. Τα ελληνικά τμήματα είχαν αρχικά κάποιες επιτυχίες, αλλά σύντομα οι Μεγάλες Δυνάμεις που είχαν στείλει πολεμικά πλοία στην Κρήτη επέβαλαν το τερματισμό των επιχειρήσεων. Η συνέχεια για την Κρήτη ήταν το μοίρασμά της σε ζώνες κατοχής (αγγλική, ρωσική, ιταλική) και από το 1898 Ύπατος Αρμοστής έγινε ο πρίγκιπας Γεώργιος. 

Εντωμεταξύ, όμως, είχε μεσολαβήσει ο πόλεμος. Τον Φλεβάρη, η ελληνική κυβέρνηση είχε απορρίψει τη «Διακοίνωση» των Μεγάλων Δυνάμεων για το μέλλον της Κρήτης. Από το Μάρτη του 1897, «σώματα ατάκτων» άρχισαν να περνάνε τα ελληνοτουρκικά σύνορα στη Θεσσαλία –η συνοριακή γραμμή περνούσε νοτιονατολικά του Ολύμπου και νότια των Χασίων. Σκοπός ήταν η «απελευθέρωση» της Μακεδονίας και η προσάρτησή της στην Ελλάδα. 

Άφθονο χρήμα

Οι «άτακτοι» δεν εμφανίστηκαν «αυθορμήτως». Τους είχε οργανώσει και εξοπλίσει η Εθνική Εταιρεία. Μια «μυστική» οργάνωση που είχαν ιδρύσει το 1894 αξιωματικοί του στρατού και εντωμεταξύ είχε συσπειρώσει στις γραμμές της όλη την «καλή αθηναϊκή κοινωνία» -δικαστικούς, λογοτέχνες, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους. Διέθετε επίσης άφθονο χρήμα, το οποίο εξασφάλιζε το παροικιακό κεφάλαιο, όπως οι Έλληνες επιχειρηματίες της Αλεξάνδρειας. 

Η κυβέρνηση είχε μάλιστα περάσει νόμο που απάλλασσε τους εθελοντές από την στρατιωτική θητεία, δηλαδή τους είχε αναγνωρίσει έμμεσα. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 στην Αθήνα -που είχε διεκδικήσει η κυβέρνηση- ήταν και μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για την «τόνωση του εθνικού φρονήματος» και για τις «επαφές» της Εθνικής Εταιρείας. 

Παρά την υποστήριξη και τα παχιά λόγια των οργανωτών τους, τα εθελοντικά σώματα των «ατάκτων» (ανάμεσά τους και κάμποσοι αξιωματικοί όπως ο Π. Μελάς) δεν μπόρεσαν να αντέξουν περισσότερες από τέσσερις μέρες. Αυτό που τους υποδέχτηκε δεν ήταν η εξέγερση του «υπόδουλου ελληνισμού» αλλά τα αποσπάσματα του τούρκου διοικητή Εντέμ Πασά. Η απάντηση της κυβέρνησης του Σουλτάνου ήταν η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα στις 5 Απρίλη. Την επόμενη μέρα ξεκίνησαν οι εχθροπραξίες. 

Κι αυτό που ακολούθησε ήταν μια αλυσίδα ηττών στο μέτωπο της Θεσσαλίας που άγγιζαν τα όρια του κωμικού φιάσκου. Τη μέρα που ξεκινούσε ο πόλεμος, ο Δ. Ράλλης έλεγε σε θύελλα χειροκροτημάτων στη βουλή ότι «το έθνος… έχει να εκδικήση την ύβριν τεσσάρων και πλέον αιώνων, και αποδυόμενος εις τον υπέρ των όλων αγώνα, εννοεί την ύβριν ταύτην να εκδικήση και θα νικήση». 

Αλλά αντί να «εκδικήση και να νικήση» ο στρατός προελαύνοντας στη Μακεδονία, ύστερα από μερικές μέρες αψιμαχιών έκανε ένα τέτοιο φευγιό που άφησε τη Λάρισα να πέσει χωρίς μάχη στα χέρια του οθωμανικού στρατού. Ήττα στη μάχη των Φαρσάλων, του Δομοκού και κατά πάσα πιθανότητα θα ακολουθούσαν κι άλλες αν ο Σουλτάνος δεν διέταζε κατάπαυση πυρός ύστερα από μεσολάβηση του Τσάρου της Ρωσίας. Οι γαλονάδες που βροντοφώναζαν «Στην Κωνσταντινούπολη» όταν ξεκινούσαν για το μέτωπο, παραλίγο να χάσουν τη Λαμία όταν υποχωρούσαν πανικόβλητοι.

Η κυρίαρχη εξήγηση για το εθνικιστικό φιάσκο του 1897 είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση παρασύρθηκε από τα «πάθη» -ίσως και τον τυχοδιωκτισμό ορισμένων- και ρίχτηκε σε έναν πόλεμο για τον οποίο ο ελληνικός στρατός δεν ήταν έτοιμος. Πράγματι, ο ελληνικός στρατός της εποχής ήταν άσχημα οργανωμένος, με ανεπαρκή και παλιό εξοπλισμό, ανύπαρκτη εκπαίδευση κι όλα αυτά τα ελλείμματα αφορούσαν το σώμα των αξιωματικών ακόμα πιο έντονα από τους απλούς φαντάρους. 

Τα τελευταία χρόνια δίπλα σε αυτή την εξήγηση και σαν συνέχειά της, προβάλλεται και μια άλλη. Το πρόβλημα ήταν ο «λαϊκισμός». Το ελληνικό κράτος είχε χρεοκοπήσει το 1893. Η φράση του τότε πρωθυπουργού Χ. Τρικούπη «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» έχει μείνει στην ιστορία. Η κυβέρνηση Δηλιγιάννη που τον διαδέχτηκε αντί να συμμαζέψει τη χώρα και να περάσει τις απαραίτητες «μεταρρυθμίσεις» -λέει αυτή η εξήγηση- υποχώρησε στα λαϊκιστικά πάθη και έφερε τη χώρα σε σύγκρουση με τους Ευρωπαίους συμμάχους. Το αποτέλεσμα ήταν η εθνική ταπείνωση και η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Κάτι σαν τον Μητσοτάκη να κατηγορεί την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για τους «τυχοδιωκτισμούς» που «κοστίζουν στη χώρα» δηλαδή. 

Το ελληνικό κράτος και οι κυβερνήσεις του, όμως, ανεξάρτητα από το βαθμό «σοβαρότητας» δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τις εξελίξεις που πίεζαν για «δράση». Στο τέλος του 19ου αιώνα, όλο το ευρωπαϊκό status quo έμπαινε σε αμφισβήτηση. Ανέτειλε η εποχή του ιμπεριαλισμού: γιγάντιες επιχειρήσεις, κούρσες εξοπλισμών, μιλιταρισμός. Νέες καπιταλιστικές δυνάμεις διεκδικούσαν «θέση στον ήλιο» όπως η Γερμανία. 

Μηχανορραφίες

Αυτή η νέα πραγματικότητα έδινε καινούργια διάσταση στο λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», δηλαδή την κρίση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η διάλυσή της θα μπορούσε να γίνει με δυο τρόπους: είτε από τα κάτω, από τους αγώνες των λαών, είτε από τα πάνω, από τις μηχανορραφίες των αρχουσών τάξεων με τους διεθνείς συμμάχους τους. 

Αυτή η δεύτερη λύση έπαιρνε το πάνω χέρι αλλά αυτή η εξέλιξη δεν άνοιγε μόνο την όρεξη της ελληνικής άρχουσας τάξης αλλά έφερνε και κινδύνους. Το βουλγάρικο και το σερβικό κράτος διεκδικούσαν να πάρουν για λογαριασμό τους τις εκτάσεις της Οθωμανικής Μακεδονίας. Παραδοσιακός προστάτης τους ήταν η Ρωσία των Τσάρων. 

Όμως, και η Γαλλία και η Βρετανία εγκατέλειπαν βαθμιαία το δόγμα της διατήρησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως «αναχώματος» στη ρωσική επιρροή. Ο λόγος ήταν ότι το γερμανικό κεφάλαιο με την στήριξη του γερμανικού κράτους διείσδυε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Γερμανικές εταιρείες ξεκινούσαν τη κατασκευή του σιδηροδρόμου που θα έφτανε στη Βασόρα του σημερινού Ιράκ, Γερμανοί αξιωματικοί άρχισαν να εκπαιδεύουν τον οθωμανικό στρατό. 

Σε τέτοιες συνθήκες η Μεγάλη Ιδέα περνούσε από τη σφαίρα των ονειροπολήσεων στη σφαίρα του επείγοντος καθήκοντος. Το αποτέλεσμα ήταν η «εθνική εξόρμηση» του 1897 που κατέληξε σε φιάσκο του εθνικισμού. Όμως, η συνέχεια δεν ήταν καθόλου αστεία. 

Το ελληνικό κράτος εκσυγχρονίστηκε, και ετοιμάστηκε επαρκώς για πόλεμο. Αυτή ήταν η ουσία του «κινήματος του Γουδιού» το 1909 που έφερε τον Βενιζέλο στην εξουσία. Η ελληνική άρχουσα τάξη αποδύθηκε σε ένα δεκαετή πόλεμο από το 1912 και μετά, που έφερε «δόξες» και στρατιωτικούς θριάμβους, δίπλα στις εθνοκαθάρσεις και τις καταστροφές. Όμως, η κατάληξη ήταν η μικρασιατική εκστρατεία, όταν ο ελληνικός στρατός βρέθηκε να πολεμά στα βάθη της Τουρκίας για την «Ελλάδα των Δυο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» και για τα συμφέροντα του βρετανικού ιμπεριαλισμού. 

Οι εργάτες και οι αγρότες πλήρωσαν με αίμα και προσφυγιά τις φιλοδοξίες και τις συμμαχίες των αστών. Αυτή είναι η κόκκινη γραμμή που ενώνει το φιάσκο του 1897 με τη τραγωδία του 1922.