Η Αριστερά
Όποιος εξωραΐζει τον Στάλιν, θάβει την επανάσταση: Μια απάντηση στον Ριζοσπάστη

Στον Ριζοσπάστη της Κυριακής 29 Οκτώβρη ο Κ. Μπορμπότης, μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ, αναλαμβάνει να αναδείξει πως η Οκτωβριανή Επανάσταση μπαίνει “στην προκρούστεια κλίνη του οπορτουνισμού”. Στις δυνάμεις του οπορτουνισμού ο συγγραφέας κατατάσσει το ΣΕΚ, την ανάλυσή του για την Ρώσικη Επανάσταση και την σταλινική αντεπανάσταση στη δεκαετία του '30. 

Οι “οπορτουνιστές” σύμφωνα με το άρθρο “'ευλογούν' την Οκτωβριανή Επανάσταση και ξορκίζουν την σοσιαλιστική οικοδόμηση” και έτσι “τιμούν στα λόγια το επαναστατικό άλμα αλλά αρνούνται ουσιαστικά το αποτέλεσμά του, το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που γέννησε, το σοσιαλισμό". 

Πράγματι, η συζήτηση για την Ρώσικη Επανάσταση και τον Οκτώβρη, δεν μπορεί να υπεκφύγει την απάντηση σε ένα θεμελιώδες ερώτημα. Ήταν η Ρωσία της δεκαετίας του '30 “γέννημα” του Κόκκινου Οκτώβρη, συνέχεια και ανάπτυξή του; Ή ήταν η άρνησή του; Το “κοινωνικο-οικονομικό σύστημα” που διαμορφώθηκε τότε ήταν ο σοσιαλισμός ή ο κρατικός καπιταλισμός; 

Ο συγγραφέας θεωρεί δεδομένη την απάντηση: ήταν σοσιαλισμός, παρά τα όποια “λάθη” και “υπερβολές” έγιναν κατά την οικοδόμησή του, τα οποία ήταν αποτέλεσμα της όξυνσης της ταξικής πάλης. Ισχυρίζεται ότι: 

“Είναι επίσης διπλά υποκριτικό να υπερασπίζεται κανείς το επαναστατικό άλμα, το οποίο ασκεί πάντα τεράστια γοητεία, αλλά όχι τις δυσκολίες και τις τεράστιες προκλήσεις που έπονται. Κατ' αναλογία, είναι σαν να υπερασπίζεται κανείς την αστική Γαλλική Επανάσταση το 1789 αλλά όχι τα επαναστατικά μέτρα των Ιακωβίνων το 1793”. 

Χάσμα

Η εργατική εξουσία των σοβιέτ και το κόμμα των μπολσεβίκων αντιμετώπισαν πράγματι τεράστιες δυσκολίες και προκλήσεις ήδη από τον πρώτο χρόνο μετά τον Οκτώβρη. Ομως, το χάσμα που χωρίζει την πολιτική των Μπολσεβίκων αυτή την περίοδο από τα εγκλήματα του Στάλιν τη δεκαετία του '30 είναι αβυσσαλέο. 

Στους πρώτους μήνες του 1918 για παράδειγμα οι μπολσεβίκοι βρέθηκαν μπροστά στο δίλημμα να υπογράψουν την συμφωνία ειρήνης με την ιμπεριαλιστική Γερμανία ή να επιλέξουν τον επαναστατικό πόλεμο. Ήταν μια δύσκολη επιλογή, που την έκαναν ακόμα δυσκολότερη οι επαχθείς και ταπεινωτικοί όροι της συμφωνίας, που έγινε γνωστή ως Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Μια μεγάλη μειοψηφία των μπολσεβίκων ήταν κατά της υπογραφής της συμφωνίας. Πώς λύθηκε το ζήτημα; Το κόμμα συζήτησε, οι απόψεις εκφράστηκαν ελεύθερα. Τα σοβιέτ επίσης συζήτησαν με τις απόψεις να αντιπαρατίθονται δημόσια. Οι διαφωνούντες μπολσεβίκοι, οι λεγόμενοι “αριστεροί κομμουνιστές” δεν εξορίστηκαν στην Σιβηρία, αλλά επανήλθαν στην ΚΕ του κόμματος απ' την οποία είχαν παραιτηθεί λίγες μέρες πριν. 

Το δικαίωμα στη διαφωνία δεν αφορούσε μόνο τα μέλη των Μπολσεβίκων αλλά ολόκληρη την τάξη. Από το καλοκαίρι του 1918 η οικονομική κατάρρευση που είχε προκαλέσει ο πόλεμος είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις που το φάσμα της πείνας πλανιόταν στις πόλεις. Η απάντηση των μπολσεβίκων ήταν τα πρώτα βήματα αυτού που ονομάστηκε “Πολεμικός Κομμουνισμός” στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Μέτρα για την επίταξη σιτηρών από τους αγρότες, για να τραφούν οι πόλεις, και εργασιακή πειθαρχία στα εργοστάσια για να καλυφτούν οι ανάγκες του Κόκκινου Στρατού. Όμως, η επιβολή μέτρων όπως η “μονοπρόσωπη διεύθυνση” στα εργοστάσια δεν στηρίχτηκε στην καταστολή αλλά στην πειθώ. Το μέτρο πάρθηκε το 1918 αλλά το 1920 περισσότερο από το 60% των εργοστασίων στην Πετρούπολη δεν το είχαν εφαρμόσει, γιατί οι εργοστασιακές επιτροπές και τα συνδικάτα είχαν αντιρρήσεις. Η γνώμη των εργατών μέσα στους χώρους δουλειάς γινόταν σεβαστή ακόμα και στις πιο σκληρές συνθήκες. 

Υποτίθεται ότι στα μέσα της δεκαετίας του '30 ο σοσιαλισμός χτιζόταν με γιγάντια βήματα και οι “μάζες” απολάμβαναν τους καρπούς του. Τον Νοέμβρη του 1935 ο Στάλιν είπε τη φράση που θα έδινε και τίτλο σε ένα τραγούδι: “Η ζωή έχει γίνει καλύτερη σύντροφοι, η ζωή γίνεται πιο χαρούμενη”. Τέτοια ήταν η επιτυχία, σύμφωνα με τον Στάλιν και τον Ριζοσπάστη πάντα, ώστε στο Σύνταγμα του 1936 δηλωνόταν ότι η ΕΣΣΔ ήταν πλέον “παλλαϊκό κράτος” κι όχι “δικτατορία του προλεταριάτου”. 

Τότε λοιπόν, μέσα στην “καλύτερη ζωή”, ο Στάλιν επιλέγει να κάνει την πιο σκληρή εκκαθάριση κάθε εν δυνάμει διαφορετικής φωνής. Στις Δίκες της Μόσχας εξοντώθηκε σχεδόν όλη η “παλιά φρουρά” των μπολσεβίκων και η ηγεσία του Κόκκινου Στρατού. Κι όχι μόνο αυτοί. Aπό τους 1.996 αντιπροσώπους στο 17ο συνέδριο του κόμματος το 1934, το επονομαζόμενο και «συνέδριο των νικητών», οι 1.108 εκτελέστηκαν τα επόμενα πέντε χρόνια όπως και τα 118 από τα 139 τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ που είχε εκλέξει. Ο αριθμός των ανθρώπων που εξορίζονταν και κρατούνταν σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας έφτασε από 1.500.000 το 1930 στα 11.500.000 το 1938 στο αποκορύφωμα του Τρόμου. 

Δυσαρέσκεια

Με αυτό τον τρόπο ο Στάλιν εξάλειψε κάθε πιθανό σημείο συσπείρωσης για την κοινωνική δυσαρέσκεια που γεννούσε η πολιτική της γραφειοκρατίας. Κι η “δυσαρέσκεια” δεν ήταν αποτέλεσμα της “αντισοβιετικής προπαγάνδας” ή της υπονομευτικής δράσης των “παλιών εκμεταλλευτριών τάξεων”. Ήταν προϊόν του μονόπλευρου εμφύλιου που είχε εξαπολύσει η γραφειοκρατία ενάντια στους αγρότες και στην εργατική τάξη. 

Ο Κ. Μπορμπότης γράφει ότι “οπορτουνιστές” όπως το ΣΕΚ, “ονειρεύονται ανεδαφικά μια κοινωνία αφθονίας πόρων, χωρίς υλικούς περιορισμούς και με ώριμη κομμουνιστική συνείδηση, που θα προκύψει ξαφνικά μετά τη νίκη της επανάστασης". Στήνει μια καρικατούρα για να την καταρρίψει με τυμπανοκρουσίες. 

Στη δεκαετία του '20 η Ρωσία δεν ήταν μια ιδανική σοσιαλιστική κοινωνία. Ο Λένιν ήδη από το 1921 μιλούσε για “εργατο-αγροτικό κράτος με γραφειοκρατικές στρεβλώσεις” σε μια οικονομία που έκανε μόλις τα πρώτα βήματα στο σοσιαλισμό. Σε αυτή την περίοδο, ωστόσο, οι μισθοί καθορίζονταν από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, και οι εργάτες είχαν το δικαίωμα να υπερασπίζουν τον εαυτό τους από τις αυθαιρεσίες της διεύθυνσης. Δεν ήταν μια κοινωνία αφθονίας, όμως μέχρι και το 1928 η παραγωγή καταναλωτικών αγαθών από τη βιομηχανία είχε προτεραιότητα έναντι της παραγωγής μέσων παραγωγής. Στη δεκαετία του '30, με τα πεντάχρονα πλάνα αυτή η σχέση αντιστράφηκε και μάλιστα δραματικά. Και αυτό που τη συνόδευσε ήταν η στέρηση βασικών εργατικών δικαιωμάτων και η κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν σχεδόν στο 50% από το 1929 στο 1932. Θα χρειαζόταν να φτάσει η δεκαετία του '50 για να φτάσει η αξία των πραγματικών μισθών το επίπεδο του ...1928! Όμως, ήδη το 1940 η παραγωγικότητα ήταν 70% πάνω από το επίπεδο του 1928. 

Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα των μεθόδων που εισήγαγε η γραφειοκρατία με τα Πεντάχρονα Πλάνα, τόσο με τις μεθόδους των αρχών της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία όσο και με τις σημερινές επιθέσεις στην εργατική τάξη. Σύμφωνα με ένα νόμο του 1929 κάθε άνεργος/η που αρνιόταν τη θέση εργασίας που του όριζε η αρμόδια υπηρεσία, έχανε το επίδομα ανεργίας. Δηλαδή ένα μέτρο που φιγουράρει σε κάμποσες νεοφιλελεύθερες “μεταρρυθμίσεις” σήμερα. Το 1932 με νόμο ένας εργάτης που απουσίαζε έστω και μια μέρα “αδικαιολόγητα” από τη δουλειά, όχι μόνο μπορούσε να απολυθεί αλλά και να του γίνει έξωση από το διαμέρισμα που έμενε. Οι συλλογικές συμβάσεις “πάγωσαν” το 1934 για να καταργηθούν αργότερα. 

Δεν μπορούμε να μιλάμε για εργατικό κράτος χωρίς και ενάντια στην εργατική τάξη. Δεν είναι η κρατική ιδιοκτησία το χαρακτηριστικό που κάνει ένα κράτος εργατικό και μια κοινωνία σοσιαλιστική. Ο Καγκανόβιτς, ένα από τα “αφεντικά” της βαριάς βιομηχανίας στη δεκαετία του '30 είχε πει τη φράση “η γη πρέπει να τρέμει όταν ο διευθυντής μπαίνει στο εργοστάσιο”. Μαζί με τη “γη” έπρεπε να τρέμουν κι οι εργάτες. Μια τάξη που “τρέμει” δεν μπορεί να είναι πολιτικά κυρίαρχη, ακόμα και αν το κράτος διαλαλεί ότι κυβερνά στο όνομά της. Δεν μπορούμε να μιλάμε για “σοσιαλιστική οικοδόμηση”, όταν οι εργάτες και οι αγρότες πλήρωσαν τη μετατροπή της ΕΣΣΔ σε βιομηχανική και στρατιωτική υπερδύναμη. 

Τον Οκτώβρη του 1917 η εργατική τάξη δεν πήρε την εξουσία για να “φτάσει και να ξεπεράσει” τη Δύση σε παραγωγή τανκς και πυραύλων. Την πήρε για να ξεκινήσει το χτίσιμο μιας κοινωνίας στην οποία η παραγωγή πλούτου θα υποτασσόταν στις ανάγκες της πλειοψηφίας και όχι οι ανάγκες στην συσσώρευση με κίνητρο τον στρατιωτικό ανταγωνισμό με τη Δύση. Το υπερόπλο της ήταν οι επαναστάσεις των εργατών μέσα στα ίδια τα κέντρα του ιμπεριαλισμού και όχι η οικοδόμηση πολεμικής βιομηχανίας. Επαναστάσεις που ήρθαν αλλά ο Στάλιν τις θυσίασε κυνικά ξανά και ξανά.

Ο Λένιν εξηγούσε στο Κράτος και Επανάσταση το 1917 ότι η “δικτατορία του προλεταριάτου” δηλαδή η εργατική εξουσία, σημαίνει τον πιο απόλυτο “δημοκρατισμό”, την επέκταση της δημοκρατίας εκεί που δεν φτάνει ποτέ ακόμα και στην πιο ελεύθερη αστική δημοκρατία: στους χώρους δουλειάς, στην οικονομία. “Κάθε μαγείρισσα θα μαθαίνει να κυβερνά το κράτος” είναι μια περίφημη έκφραση του Λένιν. Αυτή την πολύτιμη παράδοση σβήνει το ΚΚΕ όταν υμνεί τη σταλινική περίοδο ως “σοσιαλιστική οικοδόμηση” και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος να την υπερασπίζουμε σθεναρά.