Οικονομία και Πολιτική
Η φούσκα χρέους που πληρώνουμε ακόμα ξεκίνησε με τον Μητσοτάκη

Καμιά από τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις δεν είναι αθώα σε σχέση με την κρίση που μαστίζει εδώ και 8 χρόνια την ελληνική οικονομία. Όλες έχουν ένα μερίδιο της ευθύνης, για τις προκλητικές φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών, τα εξίσου προκλητικά προνόμια των τραπεζιτών, τα δώρα προς την ιδιωτική οικονομία, για όλα αυτά που οδήγησαν στον εκτροχιασμό των ελλειμμάτων, την διόγκωση του χρέους και τα μνημόνια. Η κυβέρνηση της τριετίας 1990-1993, όμως, η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη διεκδικεί επάξια την πρώτη θέση σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο. Με διαφορά.

Ο Μητσοτάκης έγινε πρωθυπουργός τον Απρίλη του 1990. Είχαν περάσει μόλις πέντε μήνες από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Στην Ουάσιγκτον, το Λονδίνο, το Παρίσι και το Βερολίνο άνοιγαν σαμπάνιες. Τώρα άνοιγε η περίοδος της λεηλασίας. 

Η κατάρρευση της Ανατολικής Ευρώπης ήταν κυριολεκτικά η ευκαιρία που περίμενε για την άρχουσα τάξη της Ελλάδας. Το γιατί δεν χρειάζεται και πολλές εξηγήσεις: αρκεί μια ματιά και μόνο στον χάρτη. Η Αλβανία, η Γιουγκοσλαβία, η Βουλγαρία, η Ρουμανία ανοίγονταν για εισβολή δυτικών κεφαλαίων.

Αυτός που έδωσε πολιτική έκφραση στο σχέδιο της λεηλασίας των Βαλκανίων ήταν η κυβέρνηση του Μητσοτάκη. Η μια πλευρά αυτού του σχεδίου ήταν η καλλιέργεια της έντασης απέναντι στους βόρειους γείτονές μας. Ο στόχος: να γίνει η Ελλάδα ο νέος "νονός" των Βαλκανίων. Το 1992 η ελληνική κυβέρνηση θέτει όρους για την ανεξαρτητοποίηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας που περιλαμβάνουν όχι μόνο την αλλαγή του ονόματος και της σημαίας αλλά και την αλλαγή δυο-τριών άρθρων στο σύνταγμα της χώρας. Το μήνυμα είναι σαφές: τα πάντα, όχι μόνο οι νόμοι αλλά ακόμα και η "ιστορία" και τα εθνικά σύμβολα θα πρέπει να έχουν την έγκριση της Αθήνας. 

Η δεύτερη πλευρά αυτού του σχεδίου της λεηλασίας ήταν η επέλαση του ελληνικού κεφαλαίου και η αξιοποίηση κάθε "επενδυτικής" ευκαιρίας. Επενδυτικής στα χαρτιά και μόνο: ο στόχος ήταν η εξαγορά, σε εξευτελιστική τιμή, κάθε εργοστασίου που θα ιδιωτικοποιούνταν, κάθε επιχείρησης που θα χρεοκοπούσε, κάθε τράπεζας που θα έκλεινε.

Το όργιο που ακολούθησε δεν έχει σχεδόν προηγούμενο στην ιστορία. Ο Μυτιληναίος, για παράδειγμα "υπέγραψε συμφωνία για τον εκσυγχρονισμό" (την εξαγορά στην πραγματικότητα) του ορυχείου Trepca του Κοσσυφοπεδίου. Στο ορυχείο αυτό δούλευαν, στην ακμή του, 28 χιλιάδες εργάτες. Η παραγωγή του αντιστοιχούσε στο 70% του ΑΕΠ του Κοσσυφοπεδίου. Η "επένδυση" αυτή πήγε στράφι από τον πόλεμο του 1999, αλλά ο Μυτιληναίος δεν έχασε τα λεφτά του: τον αποζημίωσε με 30 εκατομμύρια Ευρώ το 2007 ο Οργανισμός Ασφάλισης Εξαγωγικών Πιστώσεων, δηλαδή το ελληνικό κράτος.

Κερδοσκοπία

Η αιχμή του δόρατος της επέλασης του ελληνικού κεφαλαίου, όμως, ήταν οι τράπεζες. Το πραγματικό όραμα της ελληνικής άρχουσας τάξης την περίοδο της ευφορίας του 1990 δεν ήταν να γίνουν ούτε μεταλλωρύχοι, ούτε πάροχοι τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (ο ΟΤΕ είχε εξαγοράσει την αντίστοιχη τηλεφωνική εταιρεία της Ρουμανίας) ούτε μεγαλοκαταστηματάρχες. Ο στόχος τους η κερδοσκοπία, είτε μέσα από αυτό που ονομάζεται "asset striping" (αγορά επιχειρήσεων, κλείσιμο και ξεπούλημα του εξοπλισμού, των κτηρίων, των οικοπέδων κλπ μεμονωμένα) είτε μέσα από την αύξηση της χρηματιστηριακής τους αξίας. 

Το στοίχημα δεν ήταν και πολύ διαφορετικό από αυτό που έπαιξαν οι αμερικανικές τράπεζες στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000 -το στοίχημα με τα φτηνά στεγαστικά δάνεια που κατέληξε στην χρεοκοπία της Lehman Brothers το 2008: τα χρήματα από την Ελλάδα θα ανέβαζαν τις τιμές και οι ελληνικές τράπεζες θα πουλούσαν στη συνέχεια, είτε με τη μορφή ομολόγων, είτε άμεσα ξανά ότι είχαν αγοράσει -με ένα σημαντικό κέρδος φυσικά. Η Ελλάδα δεν θα γινόταν απλά και μόνο ο νονός των Βαλκανίων: θα γινόταν ταυτόχρονα και το City, το τραπεζικό κέντρο των Βαλκανίων.

Το σχέδιο πήγε καλά τα πρώτα χρόνια. Όπως άλλωστε και το αντίστοιχο σχέδιο των αμερικανικών τραπεζών. Και απογειώθηκε μετά την δεύτερη μεγάλη "εθνική επιτυχία", την είσοδο στην Ευρωζώνη το 2002. Την πρώτη δεκαετία του 2000 επενδυτές από όλο τον κόσμο έσπευδαν στη χώρα μας για να πάρουν μέρος στο "οικονομικό θαύμα" που συντελείτο. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις μετρούνταν σε δισεκατομμύρια κάθε χρόνο.

Το 2008, όταν χρεοκόπησε η Lehman Brothers η κυβέρνηση του Καραμανλή μας διαβεβαίωνε ότι "το ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο, αφού η έκθεσή του στα αμερικανικά τοξικά χρέη είναι μικρή". Αυτό που ξέχασε να πει είναι πόσο εκτεθειμένο ήταν στα βαλκανικά τοξικά χρέη. Και η έκθεσή του ήταν δυσθεώρητη. Το πρώτο πακέτο "στήριξης" των ελληνικών τραπεζών δόθηκε τον Νοέμβρη του 2008 από την ίδια την κυβέρνηση Καραμανλή (αυτή την ίδια που μοίραζε τις διαβεβαιώσεις). Ύψος βοήθειας: 28 δις Ευρώ. Και δεν ήταν παρά μόνο η αρχή: Μέχρι σήμερα η στήριξη των τεσσάρων "συστημικών τραπεζών" έχει επιβαρύνει άμεσα το δημόσιο χρέος τουλάχιστον (και με τους πιο ήπιους υπολογισμούς) κατά 60 δις. Και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι το γαϊτανάκι των "ανακεφαλαιοποιήσεων" έχει τελειώσει.

Ο Μητσοτάκης έκανε το όραμά του πραγματικότητα. Η Ελλάδα έγινε πράγματι το κέντρο της κερδοσκοπίας των Βαλκανίων. Τώρα η φούσκα έσκασε. Το κόστος δεν το πλήρωσαν μόνο οι εργάτες των Βαλκανίων. Το πληρώνουν -πολύ ακριβά- και οι εργάτες και οι συνταξιούχοι και οι άνεργοι και οι φτωχοί εδώ στην Ελλάδα. Και θα το πληρώνουν μέχρι το 2100, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Ο Μητσοτάκης σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα της οικογένειάς του, της ΝΔ και των παρατρεχάμενων τύπου Θεοδωράκη του Ποταμιού, ήταν ο προνοητικός πολιτικός που εμποδίστηκε από τον “λαϊκισμό” να νοικοκυρέψει την ελληνική οικονομία ώστε να μην βυθιστεί στα χρέη. Στην πραγματικότητα ήταν ο πατέρας της φούσκας που έσκασε το 2008.