Ιδέες
Ιδέες για διάβασμα: Να πώς πορεύεται η εργατική τάξη

Η μπροσούρα της Ρόζα Λούξεμπουργκ γράφτηκε το 1906 αλλά δεν έχει χάσει τίποτα από την φρεσκάδα και την επικαιρότητά της. Γιατί είναι ένας ύμνος στη συλλογική δύναμη και τις επαναστατικές δυνατότητες της εργατικής τάξης. 

Η μπροσούρα ήταν προϊόν της συμμετοχής της Λούξεμπουργκ στην πρώτη Ρώσικη Επανάσταση το 1905. Ήταν η πρώτη επανάσταση του 20ου αιώνα που συγκλόνισε την Αριστερά (την σοσιαλδημοκρατία της Δεύτερης Διεθνούς) και το εργατικό κίνημα σε όλο τον κόσμο. 

Η επανάσταση είχε ξεκινήσει τον Γενάρη του 1905 με την σφαγή των εργατών και εργατριών της Πετρούπολης. Είχαν βαδίσει στα Χειμερινά Ανάκτορα για να ζητήσουν με ταπεινή γλώσσα -και κρατώντας εικονίσματα αγίων- από τον Τσάρο να πάρει μέτρα ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία και να δώσει πολιτικά δικαιώματα. Αυτό που ακολούθησε ήταν η έκρηξη ενός κρυμμένου, μέχρι τότε, ηφαιστείου κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η εργατική τάξη έγινε η καρδιά της επανάστασης. Το κύριο όπλο της ήταν η απεργία. Για την ακρίβεια διαδοχικά κύματα απεργιών στα οποία τα οικονομικά αιτήματα αλληλεπιδρούσαν με τα πολιτικά. 

Η Λούξεμπουργκ είχε άμεση σχέση με την Ρώσικη Επανάσταση. Εκτός από γνωστή φυσιογνωμία του SPD, της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ήταν και μέλος της ηγεσίας του παράνομου Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Πολωνίας και Λιθουανίας. Το μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας ήταν κομμάτι της Ρώσικης Αυτοκρατορίας και πόλεις όπως η Βαρσοβία και το Λότζ ήταν επίκεντρα των εργατικών αγώνων και των επαναστατικών μαχών. 

Τον Δεκέμβρη του 1905 η «κόκκινη Ρόζα» όπως την αποκαλούσε περιφρονητικά ο γερμανικός συντηρητικός Τύπος, πήγε παράνομα στη Βαρσοβία. Συνελήφθη τον Μάρτη, έμεινε τρεις μήνες στη φυλακή και το καλοκαίρι του 1906 άρχισε να γράφει το Μαζική Απεργία Κόμμα και Συνδικάτα. Προοριζόταν σαν όπλο της αριστερής, επαναστατικής πτέρυγας στις αντιπαραθέσεις μέσα στο κόμμα. 

Το πρώτο στοιχείο που διαπερνάει τη μπροσούρα είναι το πανόραμα μιας εργατικής τάξης σε κίνηση. Το κίνημα έχει στο κέντρο τους εργάτες στη βαριά βιομηχανία της Πετρούπολης, που όπως επισημαίνει η Ρ. Λούξεμπουργκ, δεν ήταν μια «μάζα εξαθλιωμένων», αλλά που πολύ λίγο απείχαν σε επίπεδο μισθών και μόρφωσης από τους Γερμανούς συναδέλφους τους. 

Όμως, το απεργιακό κίνημα αγκάλιαζε όλα τα τμήματα των εργαζομένων. Από μια «χούφτα των αγροτικών προλετάριων» σε ένα σημείο μέχρι την «καλλιεργημένη και κομψή εξέγερση με μανικετόκουμπα και λευκά κολάρα στο λογιστήριο μιας τράπεζας». Αυτό το  «ξύπνημα της ταξικής συνείδησης εκδηλώνεται άμεσα στις συνθήκες όπου η προλεταριακή μάζα ανακαλύπτει ξαφνικά μ’ ένα αφόρητο αίσθημα πίκρας τον ανυπόφορο χαρακτήρα της κοινωνικής και οικονομικής της ύπαρξης… Τα αναρίθμητα βάσανα του σύγχρονου προλεταριάτου ξαναζωντανεύουν τη μνήμη των παλιών πληγών που αιμορροούν». 

Εμπειρίες

Το άλλο στοιχείο που επισημαίνει η Λούξεμπουργκ είναι ότι αυτό το «ξύπνημα» είχε πίσω του μια δεκαετία αγώνων. Διαφορετικά τμήματα της τάξης, με διαφορετικές αφορμές και αιτήματα έδιναν τις μάχες τους. Τα μαθήματα και οι εμπειρίες δεν πήγαν χαμένα. 

Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) ήταν ένα μαζικό κόμμα που δήλωνε ότι στηριζόταν στην επαναστατική θεωρία του μαρξισμού. Όμως στην πραγματικότητα είχε μεταβληθεί σε μια ρεφορμιστική οργάνωση που πίστευε ότι θα μπορούσε να αλλάξει το σύστημα με ένα συνδυασμό κοινοβουλευτικής και συνδικαλιστικής δουλειάς: τα πολιτικά καθήκοντα αυτής της «αλλαγής» ανήκαν στους βουλευτές του SPD, τα οικονομικά στους ηγέτες των συνδικάτων. Έχοντας μια τέτοια πολιτική, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες φοβόντουσαν ότι οι μαζικές μαχητικές απεργίες θα υπονόμευαν «την ηρεμία» και ακόμα περισσότερο ότι αποτελούσαν «κίνδυνο» για την ίδια τη συνδικαλιστική οργάνωση.

Αυτό που έλεγαν ουσιαστικά οι ρεφορμιστικές ηγεσίες ήταν ότι η εργατική τάξη δεν είναι δυνατή να τα βάλει με τις επιβλητικές δυνάμεις των καπιταλιστών και του κράτους της. Είτε γιατί είναι ανοργάνωτη είτε γιατί δεν είναι «ώριμη» πολιτικά. Αυτά τα επιχειρήματα τα ακούμε και σήμερα, από διάφορες πλευρές στην Αριστερά. 

Η Λούξεμπουργκ συγκρούστηκε με αυτές τις ηγεσίες και τις απόψεις τους. Η αφετηρία της είναι ότι οι ιδέες, και μαζί με αυτές η συλλογική οργάνωση, αλλάζουν και αναπτύσσονται μέσα στην πάλη, όχι με την εργατική τάξη στη θέση του «κουμπούρα» μαθητή που του κουνάει το δάχτυλο ο δάσκαλος. Γράφει:

«Για να μπορέσει να ανατρέψει τον καπιταλισμό, το προλεταριάτο πρέπει να έχει έναν υψηλό βαθμό πολιτικής εκπαίδευσης, ταξικής συνείδησης και οργάνωσης. Όλες αυτές οι προϋποθέσεις δεν μπορούν να αποκτηθούν με βιβλία και προκηρύξεις, αλλά κύρια με το ζωντανό πολιτικό σχολείο, με την πάλη, μέσα στην πάλη, στην ασταμάτητη πορεία της επανάστασης… Η μαζική απεργία εμφανίζεται σαν το πιο φυσιολογικό μέσο για τη στράτευση, την οργάνωση και την επαναστατικοποίηση των πιο πλατιών εργατικών στρωμάτων».

Παράλληλα, η Ρόζα βάζει στο στόχαστρο τον ίδιο τον κάθετο διαχωρισμό ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική που ορθώνουν οι ρεφορμιστικές ηγεσίες. Ο ίδιος ο Μαρξ στην εποχή του υποστήριζε ότι αν οι εργάτες ενός εργοστασίου παλεύουν για μείωση των ωρών εργασίας τότε πρόκειται για μια «οικονομική» μάχη αλλά αν αυτό το αίτημα μετατραπεί σε ένα γενικευμένο κίνημα τότε ο αγώνας γίνεται πολιτικός. 

Η Λούξεμπουργκ βαδίζει στα χνάρια του Μαρξ και πάει μακρύτερα. Αποδεικνύει με βάση τη ρώσικη εμπειρία ότι δεν υπάρχουν σινικά τείχη ανάμεσα στους οικονομικούς και πολιτικούς αγώνες. Οι οικονομικοί αγώνες γράφει λειτουργούν σαν «αναμεταδότες» που στέλνουν «σήματα» από το «ένα κέντρο της πολιτικής πάλης στο άλλο». Γενικεύει γράφοντας:

«Κάθε αφρισμένο κύμα πολιτικής δράσης αφήνει πίσω του ένα γόνιμο λιβάδι από όπου ξεπετιούνται χιλιάδες νέοι οικονομικοί αγώνες. Κι αντίστροφα. Οι ασταμάτητοι οικονομικοί αγώνες που οι εργάτες είναι αναγκασμένοι να δίνουν με τους καπιταλιστές κρατάνε ζωντανή τη μαχητική τους διάθεση και στα μεσοδιαστήματα πολιτικής ηρεμίας».

Το μόνιμο μοτίβο της αστικής ιδεολογίας είναι ότι η εργατική τάξη (όταν δεν εξαφανίζεται) είναι μια μάζα άξεστων και τεμπέληδων που ανάμεσα στ’ άλλα κακά είναι και φορέας των πιο «καθυστερημένων» ιδεών. Αυτό το κλισέ καταρρέει όταν ξαφνικά μια ολόκληρη κοινωνία στηρίζεται στην εργασία και την ανθρωπιά των «ανώνυμων» εργατριών και εργατών, όπως σήμερα. Σε συνθήκες που το «αφρισμένο κύμα» των αγώνων αγκαλιάζει τα πιο «ξεχασμένα» τμήματα της τάξης, οι άνθρωποι μεταμορφώνονται κυριολεκτικά όπως γράφει η Λούξεμπουργκ:

«Μέσα όμως στην επαναστατική θύελλα, ο προλετάριος μεταμορφώνεται από έναν πάτερ-φαμίλια που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι το πώς θα εξοφλήσει το δάνειο, σ’ έναν ‘ρομαντικό επαναστάτη’ για τον οποίο το ίδιο το υπέρτατο αγαθό – η ζωή του – και φυσικά ακόμα περισσότερο τα υλικά αγαθά, έχουν μικρή αξία σε σχέση με το μεγάλο ιδανικό του αγώνα».

Η Ρόζα Λούξεμπουργκ επιμένει, από την αρχή μέχρι το τέλος της μπροσούρας, ότι οι εμπειρίες από τις οποίες αντλεί τα συμπεράσματά της δεν είναι αποκλειστικά ρωσικές. Ένα  επιχείρημα που ακουγόταν συχνά ήταν ότι οι μορφές της μαζικής απεργίες και των εξεγέρσεων ταιριάζουν σε συνθήκες «καθυστερημένων» πολιτικά και οικονομικά χωρών, όχι στην προηγμένη οικονομικά και με κοινοβουλευτικούς θεσμούς Δύση. Γιατί να διακινδυνέψει η Αριστερά τέτοιες μεθόδους ενώ μπορεί με ασφάλεια να κερδίσει νίκες με ένα χαρτί στην κάλπη; ΄

Η Λούξεμπουργκ επιμένει ότι η μαζική απεργία δεν είναι «ιδιαιτερότητα» είναι η μορφή που παίρνει η επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης στον σύγχρονο καπιταλισμό. Μια θέση που έχει επιβεβαιώσει η ιστορία του αιώνα και πλέον που έχει περάσει από τότε που έγραφε. 

Για τη Ρόζα, ο ρόλος των επαναστατών και του κόμματος είναι αναντικατάστατος στους αγώνες και στην ίδια την επανάσταση:

«Η ταξικά συνειδητή πρωτοπορία του προλεταριάτου δεν μπορεί να περιμένει μοιρολατρικά με σταυρωμένα τα χέρια μέχρι να δημιουργηθεί μια ‘επαναστατική κατάσταση’. Αντίθετα, έχει καθήκον να προηγείται σε σχέση με τη ροή των γεγονότων, να επιδιώκει την επιτάχυνσή τους, ξεκαθαρίζοντας στα πιο πλατιά στρώματα του προλεταριάτου ότι ο ερχομός μιας τέτοιας επαναστατικής περιόδου είναι αναπόφευκτος».

Με αυτή την κληρονομιά παρεμβαίνουμε στις μάχες που ανοίγονται μπροστά μας. 


Διαβάστε επίσης: